......Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 12 Απριλίου 1909 - Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004) - Πέρασαν δώδεκα χρόνια που έφυγε η καταξιωμένη συγγραφέας.

* **** * * * * ****** * * * * * ** **** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * ** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
...........Σελίδα για την ζωή και το συγγραφικό έργο της αγαπημένης μας συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου // του λογοτεχνικού περιοδικού "ΥΦΟΣ"
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου


"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

Μετάφραση (Translate)

Powered By Blogger

Κυριακή 24 Σεπτεμβρίου 2017

Αποχαιρετώντας την Διδώ Σωτηρίου - «Ο συγγραφέας πρώτος σύμμαχος του λαού»



"...Δε διάλεξα τα γεγονότα. Με διαλέξανε. Τα 'ζησα, με τσουρουφλίσανε, κάηκα μέσα σ' αυτά, κακά τα ψέματα. Αν δεν έχεις βιώματα, όσο ταλέντο κι αν διαθέτεις, όση φαντασία, δε βγαίνουν γνήσια πράγματα χωρίς συνεργασία με τη ζωή..."...

Είναι 13 χρόνια... 23 Σεπτέμβρη 2004, σαν σήμερα, πεθαίνει η συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου. Στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες -όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μαστρακά- δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα, στα χρόνια 1946-1947, δημοσιογραφούσε στον «Ριζοσπάστη». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή» συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης, δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης». «Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», έλεγε η Δ. Σωτηρίου στον «Ριζοσπάστη», σημειώνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο η ζωή».

~~~~~~~~

Στον αποχαιρετισμό, το 2004 στην Διδώ Σωτηρίου, ο Ριζοσπάστης έγραψε:
«Ο συγγραφέας πρώτος σύμμαχος του λαού»

(Αποχαιρετώντας την Διδώ Σωτηρίου)

«Στις μνήμες των ζωντανών έσκυψα. Ακούμπησα μ' αγάπη και πόνο τ' αυτί στις καρδιές τους, εκεί που κρατούν τις θύμισες, όπως στο κονοστάσι τα βάγια και τα στέφανα...». Αυτές τις αιματοβαμμένες μνήμες αφουγκράστηκε, ζωντάνεψε, ανέδειξε και τις έκανε έργο σπουδαίο. Γιατί ήξερε πως όταν ξεχνιέται το αίμα, εκείνο που μπορεί να μείνει στη θέση του είναι το μελάνι. Και σ' αυτήν την περίπτωση «το μελάνι είναι τόσο αναγκαίο, γιατί πρέπει κάπου να ζούνε αυτοί οι άνθρωποι...».

Η Διδώ Σωτηρίου πέρασε στην αιωνιότητα, αφήνοντάς μας παρακαταθήκη το πολύτιμο συγγραφικό έργο της, στο οποίο με αληθινή μαεστρία αποτυπώνει τον αγώνα του ανθρώπου και τις ελπίδες του για έναν καλύτερο κόσμο. Εφυγε από τη ζωή στις 23/9, έχοντας δίπλα της την αδελφή της Ελλη Παπά και τον αγαπημένο της ανιψιό, Νίκο Μπελογιάννη.

Γέννημα θρέμμα του μικρασιατικού ελληνισμού, όπως έλεγε σε παλιότερη συνέντευξή της στο «Ρ», «το να αποδυθώ στην περιπέτεια του γραψίματος, δεν το θεωρούσα ανάδειξη του συγγραφέα. Το θεωρούσα χρέος στην Ιωνία, την πατρίδα μου. Δε διάλεξα τα γεγονότα. Με διαλέξανε. Τα 'ζησα, με τσουρουφλίσαμε, κάηκα μέσα σ' αυτά, κακά τα ψέματα. Αν δεν έχεις βιώματα, όσο ταλέντο κι αν διαθέτεις, όση φαντασία, δε βγαίνουν γνήσια πράγματα χωρίς συνεργασία με τη ζωή».
///// Προσφυγιά και αντιστασιακή δράση
Γεννημένη στις αρχές του 20ού αιώνα στο Αϊδίνι της Μ. Ασίας, η Διδώ Σωτηρίου , στα έντεκά της χρόνια, θα ζήσει τη Μικρασιατική Καταστροφή, τον ξεριζωμό, την προσφυγιά (αρχικά εγκαταστάθηκε στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα). Μεταξύ των καθηγητών της στη Μέση Εκπαίδευση, συγκαταλέγονταν ο μεγάλος πεζογράφος και σοσιαλιστής Κώστας Παρορίτης και η μεταφράστρια και ποιήτρια Σοφία Μαυροειδή - Παπαδάκη, καθηγητές που επέδρασαν στο να μυηθεί στις προοδευτικές και κομμουνιστικές ιδέες. Στα 18 της, η εύπορη οικογένειά της, της δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψει στην Ευρώπη. Σπούδασε Γαλλική Φιλολογία στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών και μετά στη Σορβόνη.
Από νεαρή ηλικία ανέπτυξε πολιτικο-κοινωνική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ (στο οποίο έμεινε μέχρι περίπου τα τέλη του Εμφυλίου) και γυναικείων οργανώσεων. Ως εκπρόσωπος γυναικείων οργανώσεων, συμμετείχε σε συνέδρια, όπως το Α` Παγκόσμιο Συνέδριο Γυναικείων Οργανώσεων για την Ειρήνη, καθώς και στο Παγκόσμιο Συνέδριο Λογοτεχνών, αφού, παράλληλα με τη δημοσιογραφική της δουλιά την οποία ξεκίνησε το 1933 (μεταξύ άλλων στα περιοδικά «Νέος κόσμος της γυναίκας», «Γυναικεία Δράση», «Κομμουνιστική δράση», αρχισυντάκτρια αργότερα στο περιοδικό «Γυναίκα»), ασχολούνταν και με τη λογοτεχνία. Ως δημοσιογράφος μαθήτευσε δίπλα στον Νίκο Καρβούνη, στον Κώστα Βάρναλη και άλλες μορφές των Γραμμάτων μας.
Καθοριστικό για την πορεία της στάθηκε το συναπάντημά της με την ηρωική μορφή της Εθνικής Αντίστασης, την Ηλέκτρα Αποστόλου. Συμμετέχει στους κοινωνικούς αγώνες της εποχής και στις κρίσιμες ώρες της φασιστικής σκοτεινιάς παίρνει μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και μετέχει στο Κεντρικό Συμβούλιο της «Κοινωνικής Αλληλεγγύης». Η ώρα της απελευθέρωσης, το πρωί της 12ης Οκτωβρίου 1944, βρίσκει την Διδώ να κλείνει πάνω στο μάρμαρο την πρώτη σελίδα του παράνομου ακόμα «Ριζοσπάστη», στην ελεύθερη γειτονιά της Ν. Ελβετίας στο Βύρωνα. Μαθαίνοντας την αποχώρηση των κατακτητών, γράφει ως κεντρικό τίτλο του πρωτοσέλιδου της εφημερίδας το σολωμικό στίχο «ΧΑΙΡΕ, Ω ΧΑΙΡΕ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ».
Στη διάρκεια της Κατοχής, μαζί με άλλες σπουδαίες αγωνίστριες - όπως την Μέλπω Αξιώτη, την Λιούντα Μάντακα, την Μ. Μάστρακα - δημοσιογραφούσε στα παράνομα ΕΑΜικά έντυπα και μετά την απελευθέρωση, για ένα διάστημα, στα χρόνια 1946-1947, ανέλαβε την αρχισυνταξία του «Ριζοσπάστη», ενώ δημοσιογραφούσε και στο «Ρίζο της Δευτέρας». Αργότερα, όταν εκδόθηκε η εφημερίδα «Αυγή», συνεργάστηκε με άρθρα και χρονογραφήματα. Επίσης, δημοσίευσε ποικίλα θέματα στο περιοδικό «Επιθεώρηση της Τέχνης».
///// «...να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή»
«Για μένα συγγραφέας είναι ο πρώτος σύμμαχος του λαού», έλεγε η Δ. Σωτηρίου στο «Ρ», σημειώνοντας πως «λογοτεχνία είναι να υπηρετείς την ιστορία και τη ζωή. Να βάλεις να κατοικήσει μέσα στο βιβλίο η ζωή». Η πρώτη επίσημη λογοτεχνική της εμφάνιση έγινε το 1959 με το μυθιστόρημα «Οι νεκροί περιμένουν», το οποίο είχε έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα. «Χαιρόμαστε έναν συγγραφέα που δεν κάνει φιλολογία, αλλά ζωή - γιατί η τέχνη είναι ζωή, γι' αυτό άλλωστε και μένει και υπάρχει ύστερα και από μας», έγραψε ο ποιητής Νικηφόρος Βρεττάκος για το έργο, ενώ η συγγραφέας Ελλη Αλεξίου σημείωνε: «Ζωντανεύει τύπους, κόσμους, εποχές - αληθινή αποκάλυψη...».
Η μεγάλη αναγνώριση της Δ. Σωτηρίου ήρθε με το δεύτερο έργο της «Ματωμένα χώματα» (1962), το «έπος της προσφυγιάς» όπως χαρακτηρίστηκε. «Εχουμε ένα δικό μας "Πόλεμο και Ειρήνη", που ανάλογα με το ανάστημα της νεοελληνικής λογοτεχνίας - σε σύγκριση με τη ρωσική του τέλους του 19ου αιώνα - δεν έχει καθόλου μικρότερη σημασία από το αριστούργημα του Τολστόι», έγραφε για το μυθιστόρημα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» (1967) ο κριτικός λογοτεχνίας Δ. Ραυτόπουλος. «Πιστεύω ότι πρόκειται τουλάχιστον για το καλύτερο πεζό νεοελληνικό δίπτυχο: ειρήνη - πόλεμος, για την αρτιότερη μετάπλαση σε επική πρόζα μιας μεγάλης και βαρυσήμαντης εθνικής περιπέτειας».
Ακολούθησαν τα βιβλία της: «Ηλέκτρα» (για τη φίλη και συναγωνίστριά της Ηλέκτρα Αποστόλου), «Εντολή» (1976), που αναφέρεται στη δίκη και εκτέλεση του Νίκου Μπελογιάννη, συντρόφου της αδερφής της, Ελλης Παππά, «Κατεδαφιζόμεθα» (1982), τα παιδικά αφηγήματα «Μέσα στις φλόγες» (1972) και «Επισκέπτες» (1979), ενώ το 1995 εκδόθηκε το τελευταίο της βιβλίο «Θέατρο» με δυο θεατρικά έργα της κι έναν μονόλογο.
Το 1975 γράφει τη μελέτη «Μικρασιατική καταστροφή και στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο», όπου φέρνει στο φως κρυφές πτυχές της καταστροφής. Αναφερόμενη στο έργο της, έλεγε: «Η δική μου προσπάθεια ήταν να κάνω μια έντιμη επιλογή από κείνα τα γεγονότα και τις κρίσεις που συνήθως αποσιωπώνται. Και αυτό για να πληροφορήσω σωστά, καμιά φορά και να σχολιάσω αντικειμενικά. Οι πρωταγωνιστές μιας εποχής συνταρακτικής, ακόμα και οι απλοί αυτόπτες μάρτυρες, όταν πάψουν να βρίσκονται στο προσκήνιο, νιώθουν την ανάγκη κάποιας μεγαλύτερης ειλικρίνειας είτε απομνημονεύματα γράφουν ή αφηγήσεις κάνουν. Κι επωφελήθηκα από τη νηφαλιότητά τους, όπως και από τις κραυγές της οργής τους μπρος στο "συμμαχικό εμπαιγμό", που πήρε την έκταση εθνικής συμφοράς στη Μικρασία. Το αίμα, αχ το αίμα, τι άδικο, ξεχνιέται και μένει το μελάνι. Κι αυτό το μελάνι πρέπει να μιλήσει».
Τα μυθιστορήματά της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες: Τουρκικά, γερμανικά, αγγλικά, γαλλικά, ρωσικά, βουλγαρικά, ουγγρικά, ρουμανικά κ.ά. Αξίζει να σημειωθεί ότι στο σπίτι της άφησε δεκάδες σελίδες χειρογράφων. Ανάμεσά τους και το ημιτελές μυθιστόρημα «Τα παιδιά του Σπάρτακου» και μια αυτοβιογραφία.

Η Δ. Σωτηρίου ήταν μεταξύ των ιδρυτικών μελών της Εταιρείας Συγγραφέων, η οποία αθλοθέτησε και το Βραβείο Πολιτισμού «Διδώ Σωτηρίου ». Είχε τιμηθεί με το βραβείο Ιπεκτσί (1983), με το Ειδικό Κρατικό Βραβείο και με το Μεγάλο Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών (1989).

Ρ. Σ.
___________
~~~~~
ΑΘΑΝΑΤΗ !!!

Πάνος Αϊβαλής Υπήρξε φωτεινό παράδειγμα Αγωνίστριας της Αριστεράς για όλους εμάς σε αυτούς τους χαλεπούς καιρούς που ζούμε..... θα αναφέρω κάτι που ελάχιστοι ημών θα έκαναν..... εν ζωή η Διδώ, την δεκαετία του '90 δώρισε το σπίτι της στην οδό Κοδριγκτώνος και Δροσοπούλου στη Κυψέλη, στην Εταιρεία Συγγραφέων για γραφεία και εντευκτήριο και πήγε και έμεινε στου Ζωγράφου με ενοίκιο.....

Παρασκευή 13 Ιανουαρίου 2017

Η Διδώ Σωτηρίου αφηγείται τη συγκλονιστική ιστορία της Ηλέκτρας…

Ηλέκτρα
Διδώ Σωτηρίου
Εκδόσεις Κέδρος

Εκείνο το αυγουστιάτικο πρωινό του 1942 οι κρατούμενοι στο Τμήμα Μεταγωγών σταμάτησαν το σουλάτσο κι έβαλαν αυτί. Άκουγαν καλά; Ή μήπως έπαθαν παράκρουση από την πείνα; Ένα χαρούμενο παιδικό γέλιο βγαίνει από το σκοτεινό κελί των κρατουμένων γυναικών. Παιδικό γέλιο σ” έναν τάφο;




Έτσι ξεκινά να αφηγείται τη συγκινητική ιστορία της φίλης της, Ηλέκτρας, η Διδώ Σωτηρίου. Η Ηλέκτρα Αποστόλου συμμετείχε στο Αντιπολεμικό και Αντιφασιστικό Συνέδριο Γυναικών στο Παρίσι το 1935, ανέλαβε αντιφασιστική δράση, κρατήθηκε στις γυναικείες φυλακές Αβέρωφ, βασανίστηκε και πέθανε αγωνιζόμενη.
Το πρωί της 26ης Ιουλίου 1944 το πτώμα μιας άγνωστης γυναίκας, μεταφέρεται στο νεκροτομείο. Σύμφωνα με το συνοδευτικό έγγραφο, ήταν ένα από τα πολλά θύματα του σφαγείου που λειτουργούσε επί κατοχής στο επιταγμένο ξενοδοχείο Κρυστάλ. Η ιατροδικαστική έκθεση πιστοποίησε ότι το σώμα της γυναίκας έφερε εγκαύματα, είχε υποστεί φρικτές παραμορφώσεις και κακοποιήσεις σε διάφορα όργανα. Η δολοφονημένη γυναίκα είχε συλληφθεί το πρωί της προηγούμενης μέρας από Γκεσταπίτες. Η Αντίσταση είχε χάσει ένα από τα πιο μαχητικά και ευγενικά στελέχη της. Την Ηλέκτρα.
Η έκδοση του βιβλίου «Ηλέκτρα» θα μπορούσε να χαρακτηριστεί επετειακή, καθώς εφέτος συμπληρώνονται εβδομήντα χρόνια από την άγρια δολοφονία της Ηλέκτρας Αποστόλου (26 Ιουλίου 1944) και δέκα χρόνια από το θάνατο της συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου (23 Σεπτεμβρίου 2004), γράφει στον πρόλογό του ο Νίκος Μπελογιάννης.
Η συγγραφή της νουβέλας Ηλέκτρα (η Διδώ χρησιμοποιούσε τον όρο «μυθιστορηματική βιογραφία» ή στα γαλλικά «vie romancee») άρχισε αμέσως μετά την έκδοση του πρώτου βιβλίου της, «Οι νεκροί περιμένουν», το φθινόπωρο του ’59 και συνεχίστηκε στην Αίγινα το καλοκαίρι του ’60 (το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς ξεκίνησε να γράφει και τα «Ματωμένα Χώματα»).

Αποσπάσματα
Οι κατακτητές και οι πουλημένοι κυβερνήτες τα χάνουν. Πως ζωντάνεψαν οι νεκροί; Πού βρήκαν αυτό το σθένος; Πώς ενώθηκαν έτσι σαν ένας άνθρωπος; «Την ενότητα χτυπήστε, την ενότητα», διατάζει ο κατακτητής. Προσπαθούν οι κουίσλινγκς. Φτάνουν να υποσχεθούν ογδόντα δράμια ψωμί σε ορισμένους κλάδους. Αποτυχαίνουν. «Ή όλοι ψωμί ή κανείς!». Αρχίζει η τρομοκρατία. Πιάνουν υπαλλήλους και τους παραπέμπουν σε στρατοδικεία. Ψηφίζουν νόμο που προβλέπει ποινή θανάτου για τους απεργούς. Αποτυχαίνουν πάλι. Οι υπάλληλοι απαντούν σαν ένας άνθρωπος «Σκοτώστε μας!». Οκτώ μέρες χαλάει ο κόσμος με τις κλαδικές απεργίες. Προετοιμάζεται η μεγάλη μάχη που θα παραλύσει ολόκληρη την κρατική μηχανή: Η παν-υπαλληλική απεργία του 1942.
………..
Η Ηλέκτρα λάμπει, είναι βαθιά συγκινημένη, ώρα πολλή σκέπτεται, δίχως να μπορεί να αρθρώσει λέξη. Ο Σολωμός τραγουδούσε τον Απρίλη με τον Έρωτα….
Η Ηλέκτρα μιλάει με τις φίλες της για τις προοπτικές που ξανοίγονται. Ανασκοπούν την πορεία των αγώνων από το 1933, όταν άρχισαν να προειδοποιούν τον ελληνικό λαό για τον κίνδυνο του φασισμού. Κανείς σχεδόν δεν ήθελε να το πιστέψει. «Προπαγάνδες» έλεγαν. «Η Ελλάδα δεν τα γουστάρει τέτοια σκέρτσα»… «Άι παράτα μας μ” αυτόν τον φασισμό» είπε μια μέρα στην Ηλέκτρα μια φτωχιά, αγράμματη νοικοκυρά. «Πες μας καλύτερα τί να μαγειρέψουμε, να γεμίσουμε τα στομάχια των παιδιών μας που πεινούνε».
………….
Το καλαντάρι γράφει 8 Σεπτεμβρίου του 1942. Σωθήκανε τα ψέματα. Σήμερα η Ηλέκτρα πρέπει να δώσει το παιδί της, για να “ ναι ελεύθερη να δραπετέψει. Το παιδί ξέρει πως θ” αποχωριστεί τη μάνα του κι είναι ανήσυχο. Στριφογυρνά στην αγκαλιά της, τη φιλάει, αποζητά το χάδι της. Η Ηλέκτρα προσπαθεί να το προετοιμάσει ψυχολογικά. Μα κείνο είναι νευρικό, νιώθει σα να “χασε τη σκεπή πάνω απ” το κεφάλι του. Όλο μουρμουρίζει «Μαμά!» κι ύστερα βουρκώνουν τα ματάκια του και σωπαίνει.
Έλα, μπρος να παίξουμε, Αγνή. Όμως θα τα φυλάξεις εσύ τώρα, να το ξέρεις. Ζαβολιές δε θέλω…
Δεν πρόλαβε ν” αρχίσει το παιχνίδι. Τη φωνάζουν για επισκεπτήριο. Ένας κόμπος δένεται στο λαιμό της Ηλέκτρας και δεν την αφήνει ν” ανασάνει. Σφίγγει θερμά το παιδί της, το φιλάει στα μάτια, στα μαλλιά , στα χέρια. Ύστερα σηκώνεται αποφασιστικά. Είναι σαστισμένη μα δεν το δείχνει.
Πάμε Αγνούλα αγάπη μου. Ήρθαν να σε πάρουν καλοί φίλοι. Κοντά τους θα τρως ψωμάκι. Θα σ” αγοράσουν και την κουκλίτσα που θέλεις….
……….
«Δεν παίζουμε τις κουμπάρες» έλεγε. «Γράφουμε την ιστορία του τόπου μας, πασχίζουμε να χαρίσουμε καλύτερη ζωή στο λαό μας. Αν μπρος σ” αυτόν τον σκοπό η ζωή και η ευτυχία η δική μας δε λογαριάζονται , η ζωή και η προκοπή του λαού και των οργανωτών του είναι ό,τι πιο πολύτιμο έχουμε».
Γι “αυτόν τον λόγο ήταν αμείλικτη, πρώτα με τον εαυτό της. Τα λάθη της ήθελε να τα συζητάει, ήταν η πρώτη που τα “βλεπε και τα φανέρωνε, ακόμα κι όταν δεν τα είχαν αντιληφθεί οι άλλοι. Πίστευε στην αυτοκριτική, δεν τη θεωρούσε θεατρική παράσταση για τη δημιουργία εντυπώσεων. Αυτό το ήθος το διατηρεί και προς τα πάνω και προς τα κάτω.
………..
Η πόρτα ανοίγει ξανά. Δυο άντρες κουβαλούν συρματόσχοινα, φάλαγγες, τροχαλίες, μαστίγια, βούνευρα, κεριά κι έναν κουβά με νερό.
Ετοιμάσου, κοντοζυγώνει η ανάκριση! της λέει ο ένας. Ξαναφεύγουν. Η Ηλέκτρα κοιτάζει τα σύνεργα. Τούτη τη σαδιστική γκάμα του τρόμου την ξέρει. Έκαναν λάθος όμως στην πόρτα. Για τη δική της δεν πρόκειται ν “ ανακαλύψουνε κλειδί. Θα παραδώσει στα χέρια τους ένα άδειο κορμί να το βασανίζουν. Εκείνη θα στέκει πλάι, απτόητη, αγέρωχη, ατσαλένια. Όταν την καίνε, δεν θα καίγεται, όταν την τρυπούν δεν θα τρυπιέται, όταν τη μαστιγώνουν, όταν της ξεριζώνουν τα νύχια και τα μαλλιά, εκείνης η καρδιά θα τραγουδάει, η σκέψη της θα” ναι στη νίκη, στις γενιές που θα ζήσουνε ξέγνοιαστα σ” έναν κόσμο δίχως βαρβαρότητα….
…………..
Λέγε πώς σε λένε;
Ελληνίδα.
Το στόμα δέχεται μια σιδερένια γροθιά, που την ακολουθεί δεύτερη και τρίτη….
Όταν πέθανε ήταν μόλις 32 χρονών.

Η Διδώ Σωτηρίου γράφοντας για την Ηλέκτρα Αποστόλου δεν διαπράττει ποτέ το ολίσθημα να την παραδώσει στην κομματική ηρωολογία

~~~~~~~~~~~~~~~

Η αφοσίωση στο όραμα
Η Διδώ Σωτηρίου γράφει για τον σύντομο μα τόσο πυκνά δραματικό βίο της Ηλέκτρας Αποστόλου

ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ: 05/10/2014


του Βαγγέλη  Χατζηβασιλείου

Η Ηλέκτρα Αποστόλου γεννήθηκε το 1912 σε εύπορη αστική οικογένεια και εντάχθηκε από πολύ νωρίς στους κόλπους του ΚΚΕ. Κατά τη δεκαετία του 1930 έλαβε μέρος σε διεθνή συνέδρια για τις γυναίκες και την κομμουνιστική νεολαία και εν συνεχεία κρατήθηκε στις φυλακές Αβέρωφ, περνώντας αργότερα στην παρανομία. Ακολούθησαν ο εκτοπισμός της στην Ανάφη, η γέννηση της κόρης της στον τόπο της εξορίας, η εκ νέου φυλάκισή της στην Αθήνα και εν τέλει η απόδραση και η επιστροφή της στην παρανομία. Ο θάνατος ήρθε ύστερα από μια ακόμα σύλληψη: η Ηλέκτρα δολοφονήθηκε σε ηλικία 32 ετών σε ένα κτίριο της πλατείας Βικτωρίας από τους Γερμανοτσολιάδες της Ειδικής Ασφάλειας αφού πρώτα βασανίστηκε φριχτά.
Μια δεκαπενταετία μετά τη δολοφονία της Ηλέκτρας, η Διδώ Σωτηρίου (προ ολίγων ημερών συμπληρώθηκαν δέκα χρόνια από τον θάνατό της), που υπήρξε συναγωνίστρια και στενή της φίλη, δημοσίευσε στην ανθολογία αντιστασιακής λογοτεχνίας Αρματωμένη Ελλάδα του Θέμου Κορνάρου μια νουβέλα για τον σύντομο μα τόσο πυκνά δραματικό βίο της. Το κείμενο αυτό φέρνει τώρα ξανά στη δημοσιότητα ο ανά χείρας τόμος, που αποτελεί στην ουσία την πρώτη του επανέκδοση (προηγήθηκε μια σχεδόν άκυρη προσπάθεια, το 1999, με σωρεία λαθών και αβλεψιών, η οποία δεν περιελήφθη ποτέ στη βιβλιογραφία της συγγραφέως, όπως παρατηρεί στο προλογικό του σημείωμα ο ανιψιός της Νίκος Μπελογιάννης).
Γράφοντας για την Ηλέκτρα Αποστόλου, η Σωτηρίου δεν διαπράττει ποτέ το ολίσθημα να την παραδώσει στην κομματική ηρωολογία. Η μορφή και η δράση της παρουσιάζονται στις σελίδες του βιβλίου όχι ως τεκμήριο των αγωνιστικών περγαμηνών του Κόμματος αλλά ως έκφραση του αντιστασιακού πνεύματος που ανέπτυξε ο αθηναϊκός πληθυσμός εναντίον των ναζί κατά τη διάρκεια της Κατοχής. Ο ιστορικός χρόνος της Κατοχής άλλωστε είναι και ο χρόνος τον οποίο καλύπτει κατά το μεγαλύτερο μέρος της η αφήγηση, μιλώντας για όλες τις μεγάλες κινητοποιήσεις της περιόδου: από την απεργία των δημοσίων υπαλλήλων τον Απρίλιο του 1942 και την παλλαϊκή διαδήλωση στις 28 Οκτωβρίου της ίδιας χρονιάς με αφορμή την επέτειο της έναρξης του ελληνοϊταλικού πολέμου μέχρι το συλλαλητήριο της 5ης Μαρτίου του 1943 για τη ματαίωση της πολιτικής επιστράτευσης που προσπάθησε να επιβάλει στους Αθηναίους η ναζιστική διοίκηση. Δεν λείπουν σε ένα τέτοιο πλαίσιο και οι αναφορές στις τραγωδίες που σημειώθηκαν εκτός Αθηνών, όπως οι σφαγές στα Καλάβρυτα και στο Δίστομο.

Ποια είναι η εικόνα της Ηλέκτρας μέσα σε αυτό το κλίμα; 
Η συγγραφέας θα υμνήσει τη νιότη και την καθημερινή της χάρη, θα παινέψει την υπομονή και την αντοχή της, θα εξάρει την αφοσίωσή της στο όραμα ενός ελεύθερου και δημοκρατικού αύριο, αλλά δεν θα την εξιδανικεύσει και δεν θα την αγιογραφήσει. Η Σωτηρίου δεν θα κρύψει επίσης τη θέρμη της κομμουνιστικής πίστης της ηρωίδας της και θα θαυμάσει το σθένος της απέναντι σε κάθε αντιξοότητα, εκείνο όμως το οποίο θα κεντρίσει πρωτίστως τη γραφή της, όπως συμβαίνει πάντα όταν η λογοτεχνία ξέρει πώς να κάνει τη δουλειά της, θα είναι η ψυχική της καθημερινότητα: η φυσική της δύναμη για ζωή, η άσβεστη αγάπη για την κόρη της, την οποία θα αναγκαστεί να αποχωριστεί προκειμένου να τη σώσει από τις άθλιες συνθήκες της φυλακής, όπως και ο σιωπηλός πόνος του διαζυγίου της. Διαζύγιο το οποίο θα ζητήσει όταν ο σύζυγός της θα «σπάσει» στα δεσμωτήρια της Κέρκυρας, πεθαίνοντας κατόπιν φυματικός στις γερμανικές φυλακές. Η Σωτηρίου δεν θα αφιερώσει παραπάνω από μερικές αράδες σε αυτό το συμβάν, η λιτότητα ωστόσο των μέσων της θα το αποκαλύψει σε όλο το συγκλονιστικό του βάθος. Ξαναδιαβάζοντας εξάλλου σήμερα την Ηλέκτρα καταλαβαίνουμε αμέσως αυτήν ακριβώς την ειδική της σημασία ως μαρτυρίας: ένα βιβλίο το οποίο επαναφέρει στη συλλογική μνήμη τους ανθρώπους μιας εποχής που οφείλουμε να κρίνουμε και να κατανοήσουμε με μέτρα εντελώς διαφορετικά από τα δικά μας.

________________

Τετάρτη 28 Σεπτεμβρίου 2016

Διδώ Σωτηρίου: Μεγάλη αγωνίστρια, με λαμπρή πένα και αγάπη για τη ζωή (από την ΕΡΤ)

Διδώ Σωτηρίου
23 Σεπτεμβρίου 2004
23 ΣΕΠ 20167:00 πμ
Ακούστε το κείμενο της είδησης


ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ
1) ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ 2) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΝΑΣΑΚΗΣ

Απόσπασμα από το επεισόδιο του 1982 της σειράς ντοκιμαντέρ «Παρασκήνιο» με τίτλο 1) ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ 2) ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ ΜΑΝΑΣΑΚΗΣ. Πρόκειται για το πρώτο μέρος του ντοκιμαντέρ όπου περιλαμβάνεται συνέντευξη της ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ κατά την οποία αναφέρεται στο συγγραφικό της έργο.
(video) δείτε το στον παρακάτω σύνδεσμο:
http://www.ert.gr/dido-sotiriou-23-septemvriou-2004-2/

Το Α’ μέρος αυτού του επεισοδίου της εκπομπής «ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ» είναι αφιερωμένο στη ζωή και την καλλιτεχνική δραστηριότητα της συγγραφέα και δημοσιογράφου ΔΙΔΩΣ ΣΩΤΗΡΙΟΥ. Η ίδια περιγράφει με συγκίνηση τις αναμνήσεις από τα παιδικά της χρόνια στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας, τις πρώτες μέρες εγκατάστασης στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική Καταστροφή.

Στη συνέχεια, παρουσιάζει το βιωματικό τρόπο συγγραφής των βιβλίων της, τα θέματα (Μικρασιατική Καταστροφή, Εμφύλιος, Κατοχή) και τα μηνύματά τους, προσπαθώντας να μυθοποιεί την Ιστορία χωρίς να την κακοποιεί και να την παρουσιάζει με υποκειμενικότητα.

Τέλος, μιλάει αναλυτικά για τα γεγονότα της Μικρασιατικής Εκστρατείας και Καταστροφής, ενώ προβάλλονται τα βιβλία της.

Δείτε περισσότερα στο http://archive.ert.gr




ΔΙΔΩ ΣΩΤΗΡΙΟΥ

ΕΡΤ ΑΡΧΕΙΟ




ΣΧΕΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΤΟ ΣΥΝΤΑΚΤΗ

Διδώ Σωτηρίου: Μεγάλη αγωνίστρια, με λαμπρή πένα και αγάπη για τη ζωή

__________________
http://www.ert.gr/dido-sotiriou-23-septemvriou-2004-2/

Δευτέρα 26 Σεπτεμβρίου 2016

«Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη.» Δ.Σ. «Ματωμένα Χώματα...

Στις 23 Σεπτεμβρίου 2004 πέθανε μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της λογοτεχνίας, η Διδώ Σωτηρίου. 

Όπως έλεγε έζησε έναν φοβερό αιώνα, που ξεκίνησε με αισιοδοξία και τελείωσε με μια πικρία. Το πραγματικό της όνομα ήταν Διδώ Παππά, αλλά έγινε γνωστή με το επίθετο του συζύγου της, του καθηγητή Πλάτωνα Σωτηρίου. Γεννήθηκε το 1909 στο Αϊδίνι, μια κοσμοπολίτικη πόλη της Μικράς Ασίας, όπου ζούσαν αρμονικά Εβραίοι, Αρμένιοι Τούρκοι. Μικρή απολάμβανε τις βόλτες στην πόλη, όπου παρατηρούσε τις συνήθειες των Τούρκων και τις καμήλες που κυκλοφορούσαν στους δρόμους. Διδώ Σωτηρίου Το 1919 η οικογένεια μετακόμισε στη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε σε ένα κτίριο, όπου παλαιότερα στεγάζονταν το Αιγυπτιακό Προξενείο.
 Η Διδώ ερεύνησε τα παρατημένα έγγραφα των Αιγυπτίων και από τότε δεν σταμάτησε ποτέ να μελετά τα γεγονότα που απασχολούσαν τον τόπο. Σε ηλικία 10 ετών είχε δημιουργήσει έναν σύλλογο και μοίραζε φαγητό σε ζητιάνους και τότε ήρθε σε επαφή με τη δημοσιογραφία, καθώς ένας δημοσιογράφος, που βρισκόταν στη Σμύρνη της πήρε συνέντευξη. Η οικογένεια της ήταν εύπορη και οι επαφές του πατέρα της με την καλή κοινωνία ήταν η αιτία που πληροφορήθηκαν έγκαιρα τη μεγάλη καταστροφή του ελληνικού στρατού και έφυγε από τη Σμύρνη με τους θείους της. Το 1922 ήρθε στον Πειραιά σαν πρόσφυγας και έζησε από κοντά το μέγεθος της καταστροφής. Πλέον δεν ήταν το πλουσιοκόριτσο και δεν είχε τις προηγούμενες ανέσεις.

Το βιβλίο «Ματωμένα Χώματα» εκδόθηκε πρώτη φορά το 1962 και μέχρι το 2008 
είχε πουλήσει περισσότερα από 400.000 αντίτυπα

 Όπως όλοι οι πρόσφυγες ήρθε αντιμέτωπη με την πείνα, τις αρρώστιες, αλλά και το εχθρικό κλίμα από τους ντόπιους. Μετά από λίγο καιρό κατάφεραν να ορθοποδήσουν, τελείωσε το σχολείο και πήγε για σπουδές στο Παρίσι. Τότε ήρθε σε επαφή με τη διανόηση και γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες της εποχής. Με το τέλος των σπουδών της επέστρεψε στην Ελλάδα και ξεκίνησε να γράφει άρθρα για ζητήματα που απασχολούσαν την κοινωνία. 
Έγινε ανταποκρίτρια στο εξωτερικό, όπου ήρθε σε επαφή με το κίνημα της Αριστεράς και σημαντικούς Γάλλους ιδεολόγους. Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία από την πατριωτική πράξη. «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ» Την περίοδο της Κατοχής έγινε αρχισυντάκτρια στον Ριζοσπάστη και δούλευε παράνομα στον Υμηττό. Τότε γνωρίστηκε με την Ηλέκτρα, η οποία εκτελέστηκε από τους Γερμανούς το 1944 για την αντιστασιακή της δράση.
 Η Διδώ, η αδερφή της, Έλλη Παππά και άλλες τολμηρές γυναίκες πήραν μέρος στην αντίσταση. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου, τη διέγραψαν από το κόμμα και παρότι η οικογένεια της την προέτρεψε να φύγει στο εξωτερικό, παρέμεινε στην Ελλάδα και βίωσε τα γεγονότα από πρώτο χέρι. 

«Είδα κομμένα δέντρα που μάχονταν ν’ ανθίσουν μέσα σε σκοτεινούς τάφους. Είδα πληγωμένα θεριά που παλεύανε ίσαμε την ύστατη πνοή τους να ζήσουνε. Μα σαν τη βουλή τ’ ανθρώπου να παλεύει για τη ζωή, δε γνώρισα άλλη.» Δ.Σ. «Ματωμένα Χώματα 

 Οι περιπέτειες του ελληνισμού, η προσφυγιά, ο πόλεμος του ’40, η αντίσταση και ο εμφύλιος σημάδεψαν τη ζωή της και ξεκίνησε να γράφει βιβλία. 

Στον πόλεμο δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσεις τη δολοφονία 
από την πατριωτική πράξη. «ΜΑΤΩΜΕΝΑ ΧΩΜΑΤΑ»... 

Όπως έλεγε, η αντίσταση ήταν η πρώτη φορά που οι πρόσφυγες έγιναν ένα με τους υπόλοιπους Έλληνες. Ο Νίκος Μπελογιάννης, ο οποίος ήταν σύντροφος της αδερφής της και η Ηλέκτρα Αποστόλου, ήταν πρόσωπα που επηρέασαν το έργο της. Το 1959 κυκλοφόρησε το βιβλίο «Οι νεκροί περιμένουν», και αργότερα ακολούθησαν τα «Ματωμένα χώματα», «Εντολή» και «Ηλέκτρα», τα οποία ο κόσμος αγάπησε γιατί όπως έλεγε, τα έγραψε με αγάπη. Βραβεύτηκε δύο φορές με το βραβείο Ελληνοτουρκικής Φιλίας Αμπντί Ιπεκτσί και θεωρείται από τις σημαντικότερες Ελληνίδες συγγραφείς του περασμένου αιώνα. 
Τα βιβλία της έχουν μεταφραστεί σε ξένες γλώσσες και έχουν πουλήσει χιλιάδες αντίτυπα. Όπως είχε αναφέρει, «δεν ήμουν η συγγραφέας που μάζεψε πληροφορίες από ιστορικά γεγονότα που είχαν γράψει άλλοι, αλλά τα έζησα στο πετσί μου».... 

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Διδώ Σωτηρίου - "Ο Σπάρτακος της Αριστεράς"

 του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου 

Το ανέκδοτο, ημιτελές μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου
Η Διδώ Σωτηρίου δεν επέτρεψε στην αριστερή ιδεολογία της να «καπελώσει» το μυθιστορηματικό της ταλέντο
 Μολονότι ανολοκλήρωτο, το ανέκδοτο επί πολλά χρόνια μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου


Τα παιδιά του Σπάρτακου, που βλέπει τώρα το φως της δημοσιότητας χάρη στη φιλολογική φροντίδα της Ερης Σταυροπούλου, παρουσιάζεται ευθύς εξαρχής με μία γρήγορη, στακάτη αφήγηση, που φτιάχνει έναν ολοζώντανο, γεμάτο αντιφάσεις και συγκρούσεις κόσμο. 
Πρόκειται για έναν κόσμο έτοιμο να προσφέρει όλα όσα χρειάζονται για να ατσαλωθεί η ιδεολογία που ασπάζεται η συγγραφέας: ένα ζευγάρι οργανωμένων αριστερών που θα πληρώσουν πανάκριβα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 τον αγώνα τους, μία αγροτική οικογένεια στη Θράκη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, που ασχολείται με τον μεταξοσκώληκα και βιώνει στο πετσί της την πάλη των τάξεων (σε μία τέτοια κατεύθυνση, η μάνα δεν θα αργήσει να βρεθεί στις επάλξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος), ένα σύμβολο της εξέγερσης των δούλων εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (ο Θρακιώτης Σπάρτακος), ένας ευγενής και καλοβαλμένος αστός που δεν μπορεί να ξεχάσει το επαναστατικό του παρελθόν, μία γοητευτική κυρία της υψηλής κοινωνίας μπλεγμένη με ξένους κατασκόπους και ένας πανάγαθος δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης που απεχθάνεται οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής αδικίας.
 Το αξιοθαύμαστο είναι πως, με όλο το βάρος της ιδεολογικής τους εξάρτυσης, τα Παιδιά του Σπάρτακου (ξεκινούν το 1961 και συνεχίζονται επί μία τριακονταετία) δεν εντάσσονται στην παράδοση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ούτε καλούνται να υπηρετήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τις επιταγές της στρατευμένης λογοτεχνίας. Το ξέρουμε και από άλλα έργα της Σωτηρίου (Οι νεκροί περιμένουν, 1959, Ματωμένα χώματα, 1962, Εντολή, 1976, Κατεδαφιζόμεθα, 1982), τα οποία επικοινωνούν υπογείως με το ανά χείρας μυθιστόρημα: η γραφή της επιτρέπει στις ιδέες να κάνουν τη δουλειά τους μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχει καλύψει τα καλλιτεχνικά της νώτα. 
Η συγγραφέας εργάζεται στα Παιδιά του Σπάρτακου με ποικίλες μεθόδους: παίρνει ως αφετηρία τις διηγήσεις γυναικών πολιτικών κρατουμένων από τη Θράκη, που άκουγε όταν επισκεπτόταν την αδελφή της Ελλη Παππά στις φυλακές, επιστρατεύοντας εκ παραλλήλου ένα σοβαρό πληροφοριακό υλικό για τη σηροτροφία της προπολεμικής εποχής (βλ. και τις παρατηρήσεις της επιμελήτριας στον πρόλογο), δίνει πνοή λογοτεχνικού χαρακτήρα σε πολιτικούς πρωταγωνιστές της μετεμφυλιακής περιόδου (εύκολα αναγνωρίζουμε τους Μπελογιάννη - Παππά στο ζευγάρι των μαρτυρικών αγωνιστών), ανακατεύει τη λόγια, αστική γλώσσα με το λαϊκό (θρακιώτικο) ιδίωμα, χρησιμοποιεί περίπλοκους χρωματισμούς προκειμένου να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στους ανθρώπους της Αριστεράς και τη νικητήρια παράταξη του Εμφυλίου και καταφέρνει να επεξεργαστεί σε βάθος την ψυχολογία των ηρώων παρά το γεγονός της ιδεοτυπικής τους σύλληψης. Ιδού λοιπόν πώς μπορεί να γραφτεί ένα roman à thèse (ιδεολογικό μυθιστόρημα) χωρίς να στραμπουλίξει τα εκφραστικά του μέσα και χωρίς να εκβιάσει την πλοκή και τις καταστάσεις του. 
Τα Παιδιά του Σπάρτακου διαθέτουν και ένα επιπλέον προσόν. Παραμένοντας αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα, υποβάλλουν στον σύγχρονο αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με τα ελλειπτικά σχήματα, μια ατμόσφαιρα με πολλαπλές διαστάσεις και πλήθος παράξενες τροπές, ανατροπές ή διακοπές της δράσης. 

ΕΦΗΜ. το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  08/04/2012, 
 __________________________________
 http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=452171

Διδώ Σωτηρίου: "Ευτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο..."

* Την Διδώ Σωτηρίου είχαμε την μεγάλη χαρά και τιμή συνάμα, να συναντήσουμε στο σπίτι της στου Ζωγράφου αρκετές φορές στα τέλη της δεκαετίας του '90. Αφορμή ήταν μια ραδιοφωνική εκπομπή που κάναμε (η Μαίρη-Γιώτα Φιορεντίνου και ο Πάνος Σ. Αϊβαλής) στο "Ράδιο Αττική 99,4 FM" Δημοτικό Ραδιόφωνο Μαρκοπούλου με τίτλο "πολιτισμικές Αναζητήσεις" κάθε Κυριακή πρωί 10 με 11.00, από το 1997 μέχρι που έκλεισε το 2001 και ήταν παραγωγή του περιοδικού "Υφος". Όταν την ρώτησα μεταξύ άλλων να μας πει -κάτι που θα 'θελε και δεν έκανε - στη πολυτάραχη ζωή της, η απάντησή της ήταν, θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί...με τον Πλάτωνα Σωτηρίου που ζήσαμε μια καλή και οικογενειακή ζωή.

Δεν πέρασε λίγη ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος -που αξίζει να πούμε ότι έμενε με ενοίκιο, το δικό της στην οδό Κοδριγκτώνος το είχε δωρίσει τη δεκαετία του '90 στην Εταιρεία Συγγραφέων- και μπαίνει ο Νίκος Μπελογιάννης ανηψιός της Διδώς που την αγκαλιάζει και την φιλά με αγάπη. Αργότερα μας λέει ότι τον είχε μεγαλώσει από μωράκι γιατί η αδελφή της Έλλη Παππά και μητέρα του Νίκου μαζί με τον πατέρα του, τον "Ανθρωπο με το γαρύφαλλο" ήταν φυλακή ως Αγωνιστές για τις ιδέες τους. Λίγο μετά βέβαια ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελέστηκε.. 
Για δύο συνεχόμενες Κυριακές η Διδώ Σωτηρίου ακούστηκε από τους ακροατές της εκπομπής μας να μιλά για την ζωή της, το συγγραφικό της έργο αλλά και για τα παιδικά της χρόνια στη Μικρά Ασία, κάτι που αγαπούσε πολύ... Η συνομιλία αυτή δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό "ΥΦΟΣ" στο 6ο τεύχος. Εμείς την θυμόσαστε, έτσι πάντα με αγάπη να φτιάχνει μόνη της το καφεδάκι μας πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας. Παραθέτουμε παρακάτω την συνομιλία έτσι όπως μεταδόθηκε στο ραδιόφωνο... 
για το "Υφος"
 Π.Σ.Α. 
~~~~~~~~~~~~

Συνομιλία με την Διδώ Σωτηρίου: "Eυτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο..."

 * H Διδώ Σωτηρίου γέννημα - θρέμμα γαλλικής κουλτούρας, στενή φίλη του Aντρέ Mαλρό και του Aντρέ Zιντ, τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Zακ Σιράκ με το παράσημο "Kομαντέρ ντελ ορντρ ντε μερίντ"΅. Θεωρείται η υψηλότερη διάκριση που απονέμεται σε προσωπικότητα των γραμμάτων και της τέχνης. Παρόλα αυτά όμως είναι απλός άνθρωπος και είναι τόσο ευχάριστο να κουβεντιάζεις μαζί της και να σου εξιστορεί όλα αυτά που έζησε με το αστείρευτο χιούμορ της.

Ένας άνθρωπος καλός, ευγενής, και τόσο φιλότιμος που προτίμησε να μένει σε ένα σπίτι με ενοίκιο προκειμένου να χαρίσει το δικό της σπίτι στην Eταιρεία Συγγραφέων. Eνα απόγευμα λοιπόν την επισκεφθήκαμε, στο σπίτι της στου Zωγράφου με σκοπό να της πάρουμε μια συνέντευξη*, στην πορεία όμως η συνέντευξη αυτή, μετατράπηκε σε μια ζεστή και ευχάριστη συνομιλία. Aρχισε λοιπόν να μας μιλά για τη ζωή της, για τον αγαπημένο της σύζυγο τον Πλάτων Σωτηρίου, εξιστορώντας από την αρχή αυτά που έζησε, αρχίζοντας από τα παιδικά της χρόνια. - Mπορείτε να θυμηθείτε τα παιδικά σας χρόνια; "Tα παιδικά μου χρόνια ήταν στη Mικρά Aσία και ήμουνα παιδάκι λίγο ζωηρό. Διασκέδαζα να βλέπω τις καμήλες να περνάνε όλη μέρα πλάτσα-πλούτσα, ξέρετε πως είναι οι καμήλες? και μεις τα παιδιά θέλαμε να περνάμε κάτω απ' τη κοιλιά τους . Aμα δε μας πέρναν είδηση τακαταφέρναμε! O Nομός Aϊδινίου που ζούσα ήταν μεγάλος και είχε μεγάλο όνομα, είχε ένα κόσμο που έζησε πολύ Eυρώπη, πήγαιναν στην Eυρώπη και ερχόντουσαν. Aντι να είναι Eλλάδα και Tουρκία ήταν Eυρώπη και Tουρκία. Στην Aθήνα σπανίως ερχόντουσαν".
-Tο σχολείο που το τελειώσατε; 
"Ήμουνα στη σχολή Aϊδονοπούλου, όπου ήταν από τα ιδιωτικά σχολεία και εκεί κάναμε διάφορα άλλα που ξέφευγαν απ' τα σχολικά, όπως η γυμναστική.
Eγώ στην αρχή δεν ήθελα γυμναστική γιατί ήμουν παχειά και δεν ήθελα να εμφανίζομαι πουθενά γιατί λέγαν "τα μπούτια τσι" (γέλια) Kαι τόχαν βγάλει και τραγούδι "τα μπούτια τσι". Tο "τσι' συνηθίζεται στη Mικρά Aσία πολύ." - Nαι και στη Kρήτη συνηθίζεται... "Nαι, άλλωστε έχει φύγει και πολύς πληθυσμός και έγινε μια ανάμειξη του πληθυσμού αρκετά έντονη. Tόσα χρόνια εγώ τουλάχιστον,πήγα σε όλα τα προσφυγικά, όπως στη Kαισαριανή, και έφτασα μέχρι και πέρα από εδώ και έτσι δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει κάποιος και με άλλους να πουν εντυπώσεις?"
 -Όσον αφορά τότε με τους Tούρκους;
 "Ποιος ήξερε Tούρκικα τότε στο Aϊδήνι; Kανένας δεν ήξερε! 
Tην ώρα που ήταν υποχρεωτικό να γίνεται τούρκικη διδασκαλία, επί μίαώρα, ποτέ δε γινόταν. Λέγανε ναι, κι έρχονταν και κάναμε μαθηματικά ή οτιδήποτε άλλο, και δεν ξέραμε τούρκικα καθόλου. Ήταν και τα Zουρ Φιξ, όπου μια μέρα της εβδομάδας μαζευόντουσαν όλοι, ερχόντουσαν και οι άντρες τους, και χορεύανε. H αδελφή μου έπαιζε πιάνο, τότε.Tώρα η αδερφή μου πλησιάζει σχεδόν τα εκατό, είναι η μεγάλη μου αδερφή. Έχω και την άλλη μου αδερφή τη Έλλη Παπά η οποία κι αυτή είναι της λογοτεχνίας. Δε γράφειλογοτεχνία, κριτικάρει λογοτεχνία, είναι η διανοούμενη!"
 -Eσείς πότε αρχίσατε να γράφετε; 
"Nα γράφω δεν άρχισα πολύ νέα, διότι ήθελα να ωριμάσω αρκετά πριν αρχίσω να γράφω. Έγραφα όμως όταν δούλευα στις εφημερίδες.Tις παράνομες εφημερίδες, όπου όταν ήταν οι Γερμανοί εδω πέρα, εμείς ζούσαμε στα βουνά. Kαι είχαμε νοικιάσει και σπίτια εκεί για να μη κατεβαίνουμε όλη την ώρα και μας τσακώσουνε! Ήταν πολύ άσχημες οι εποχές εκείνες. Aκόμα και με τους δικούς μας ήταν δύσκολο να συνεννοηθείς. Πολλές φορές εσύ πχ. ένα πράγμα το ήθελες διαφορετικά, ενώαυτοί είχαν αρκετή στενομυαλιά. Δεν ήταν πάντα ευρύ το μυαλό τους, να ξέρουν να σε αντιμετωπίσουν και να αντιμετωπίσουν και το λαό όπως θα έπρεπε. Λάθη έγιναν πάρα πολλά, αλλά τίποτα δεν γίνεται χωρίς λάθη." 
- Για το συγγραφικό σας έργο, τι έχετε να πείτε; 
"Για το έργο μου δε μπορώ να σου μιλήσω, αυτό μόνο αν το διαβάσεις θα καταλάβεις. Eγώ να σου πω για το έργο μου; Ποτέ! Δεν πάει να πω εγώ για το έργο μου. Aλλωστε εγώ γενικώς δεν είχα καθίσει ποτέ έτσι και να πω: "Eγώ τώρα θα γράψω βιβλία!" Eκείνο που ήθελα το έκανα όμως. Θυμάμαι μεγάλες γυναίκες που σκοτώθηκαν, άλλες φορές έχω πει και για τη βιογραφία των γυναικών αυτών. Πηγαίναμε μεν στα καλά λεγόμενα σπίτια αλλά πηγαίναμεκαι εκεί που ζούσε η παράγκα! Kάναμε τότε τον "πόλεμο της παράγκας". Πή γαινα εγώ απ' τη Γαλλία που τη θεωρούσα δεύτερη πατρίδα μου και έφερνα κόσμο, και τους έλεγα "ελάτε να δείτε τα χάλια μας, ελάτε να μας βοηθήσετε". Kι έκανα τον"πόλεμο της παράγκας" όπως τον έλεγα εγώ. Διότι οι παράγκες εκείνες δεν ήταν για να ζήσουν άνθρωποι μέσα, έμπαινε κρύο από παντού, ζωή μαύρη! 
Kαι είπα, τι να τις κάνετε τις εκκλησίες όταν υπάρχει πλάϊ αυτή η κατάντια! Kαι φέραμε κόσμο από το εξωτερικό για να βοηθήσει. E! Aυτά ήταν πολλά, μη νομίζετε ότι είναι πράγματα που τελειώνουν σε μια μέρα! Hταν δουλειά πολύ! Eπομένως τα βιβλία που έχω γράψει μέσα στην άλλη μου δράση, τα θεωρούσα το λιγότερο, γιατί το να είσαι κοντά στο λαό είναι πολύ μεγάλο πράγμα! Στη ζωή μου γενικά δε μπορώ να πω ότι ήμουν κανένα τρομαγμένο πλάσμα! 
Aντίθετα, μου άρεσαν τα δύσκολα, μ' άρεσε να αντιμετωπίζω τη ζωή γενικά.Kαι τους δικούς μου τους βοηθούσα χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα, ότι μπορούσα έκανα και ότι μπορούσαν και εκείνοι, δε λέω όχι, αλλά εμπάς περιπτώσει δεν ήταν τοσύνολο μιας οικογένειας. Aλλο ήταν τώρα η αδερφή μου, η οποία είναι 13 χρόνια μικρότερη. Aυτό σε μας έχει μια ιστορία. Eκείνη δε ξέρει τι είναι η Mικρά Aσία, μωράκι τηφέρανε στον Πειραιά και έζησε στον Πειραιά. Tον Πειραιά θυμάται, ενώ, εγώ θυμάμαι το Aϊδίνι. Aφού πέρασαν αυτά και γίναμε πρόσφυγες, εμένα με πήρε μια θεία. H θεία μου αυτή είχε ένα σπίτι εδώ στην Aθήνα. Δυστυχώς όταν πέθανε η θεία μου ο θείος παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα, έτσι κι εγώ σηκώθηκα κι έφυγα.Έτσι πήγα και δούλεψα και άρχισα τη δημοσιογραφία, πήγα ταξίδια, πήγα στη Γαλλία και γνώρισα τον Mαλρό και τον Aντρέ Zιντ." 
- Mε την τιμητική διάκριση από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Zακ Σιράκ τι έχετε να πείτε; 
"Eίναι σημαντικό αυτό γιατί λες ότι κάποτε σ' αναγνωρίζουν! Aλλάυπάρχουν και φορές που αυτά δεν είναι τόσο σημαντικά όσο σημαντικό είναι να επιζήσεις, να είσαι εντάξει. Aνέλαβα πια να σώσω και την Eλλάδα! Nα μη πώ τώρα τίποταγια τη σωτηρία αυτή. Tέλος πάντων για τα νέα παιδιά είναι ωραίο, που θέλουν να σώσουν τη πατρίδα τους, να γίνει κάτι καλύτερο, κάτι ωραίο." 
-Tι είναι για σας η ευτυχία κ. Σωτηρίου; 
"Eυτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο, η γνωριμία μου με την ίδια τη ζωή και όταν θυμάμαι τις εποχές που έζησα κατά καιρούς ! Hταν τολμηρές εποχές αλλά ωραίες! Tόλμη ήταν τότε να τα παίζεις όλα, να είναι οι Γερμανοί κάτω και συ να' σαι σ' αυτά τα βουναλάκια που τώρα πάτεπερίπατο". -Όταν γράφετε τι νοιώθετε; "Ξέρεις, άμα γράφεις την παθαίνεις καμιά φορά, "λες τι ωραίο που είναι αυτό!" Aλλά αμα πεις έτσι δεν ασκεις κριτική στον εαυτό σου και μπορείνα κάνεις λάθος. Γι' αυτό και εγώ άμα ρίχνω ματιές στον εαυτό μου, ούτε "μπράβο" του λέω αλλά ούτε και "ντροπή σου"! Oύτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι νομίζω ότι είσαιπιο κοντά στην πραγματικότητα, άμα δεν του τα χαριτώνεις του εαυτού σου". 
-Eίστε ευχαριστημένη απ' τη ζωή σας; 
"Nαι, άμα κοιτάξω τη ζωή μου, είμαι ευχαριστημένη, δεν ήταν αυτό που λένε οι Γάλλοι "μπανάλ". Aλλά όταν βρισκόμαστε οι δυο μας με τον εαυτό μου, "του τα ψέλνω για καλά". Aλλά δεν έπαψα να κάνω εκδρομές, απάνω στα βουνά εκείνα, έκανα σκι τρομερό τότε! Mοτοσυκλέτα! Kαι τον άντρα μου πίσω,γιατί ήταν μαλακός άνθρωπος. Mαθηματικός ήτανε, και η καλωσύνη του ήταν μεγάλη!" -Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τη δημοσιογραφική σας πορεία; "Eγώ δεν έμεινα ποτέ σε μια συγκεκριμένη εφημερίδα, πάντοτε περνούσα κι έφευγα. Zήταγα το κάτι άλλο, πάντα κυνηγούσα αυτό το κάτι άλλο".
 - Tελικά το βρήκατε αυτό το κάτι άλλο; 
"Όχι, καταλαβα ότι δε πρέπει να κοιτάς το κάτι άλλο. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος μ' αυτό που μπόρεσες να κάνεις στη ζωή σουκαι πέραν ού! Δεν παίζουν έτσι. Λιγάκι έπαιξα μ' αυτά. Tόλμες ήταν, η γυναίκα ακόμη δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Σήμερα δεν είναι και τίποτα εδώ που τα λέμε, γιατίπαλιά τουλάχιστον έκαναν αγώνα. Θυμάμαι η Σβώλου η οποία ήταν απ' τις πρώτες φεμινίστριες, έβγαινε από πάνω και φώναζε όταν επιτίθονταν οι φασίστες "να σώζετε τα παιδιά!". H πιο άσχημη περίοδος που πέρασε στην Eλλάδα ήταν ο εμφύλιος, ιδίως για την Aθήνα. Oι Aθηναίοι άφηναν το σπίτι τους "έλεος" σε όποιους το σώσουν, -κι αν είχες και σπίτι και δεν έτρεχες σε ξένα σπίτια-, και δυσαρεστούσες την επαρχία. Γιατί η επαρχία σου λέει τι κουβαληθήκατε εσείς εδώ."
 -O εμφύλιος που σας βρήκε; 
"Eν Aθήναις. Kαι γι' αυτό φύγαμε πια όταν άρχισαν να είναι βαριά τα θέματα. Αλλοι περάσανε ύστερα, όπως η αδερφή μου που ήταν κοριτσάκι τότε. Aλλά εκείνη μπόρεσε να ξεφύγει, δεν πέρασε αυτά που περάσαμε εμείς γιατί ήταν αρκετά μικρότερη από μένα. Aλλά και κείνη τα πλήρωσε ακριβά! Έχω και μιαν άλληαδερφή που την λένε Hρώ. Στην ανατολή μέσα στο κύκλο μας, είχαμε ονόματα όπως Iνώ, Hρώ, Διδώ, Iώ, καταλάβατε είχαμε με τον άλλο πολιτισμό διότι με τον Eλληνικό δε μπορούσαμε να έχουμε. Tότε κάθε άνθρωπος όπως ο πατέρας μου φερ Άειπείν, ιδίως στο τέλος έμεινε στο λιμάνι του Πειραιά να φανταστείς. Ήταν εργοστασιάρχης, εγώ παιδάκι τότε, πήγαινα κι έβλεπα τα βράδια τα σαπούνια, που τα νόμιζα κόλλες ή κάτι άλλο, κάτι φαντασίες δικές μου τότε. Παιδάκι μεν, αλλά πήγαινα και έβλεπα τους Tούρκους, που καθόντουσαν στο δρόμο και πουλούσανε διάφορα. Ήξερα τι θα πει καλός Tούρκος και που είναι ο καλός Tούρκος. H Mικρά Aσία έχει μια άλλη ιστορία. Tότε μας λέγανε πρόσφυγες, σα σφίγγες δηλαδή μας βλέπανε και ήταν πολύ πικρό αυτό." 
-Tον άνδρα σας τον Πλάτων πως τον γνωρίσατε; 
"H αδερφή του η δίδυμη ήταν φίλη μου και μου είχε πει τα καλύτερα λόγια,για τον Πλάτων, έτσι τον γνώρισα. Ήταν προσωποποιημένη η ευγένια, η αντρική ομορφιά,- γιατί κι αυτό παίζει ένα ρόλο στα νέα κορίτσια- όλα αυτά είναι αναγκαία. Έτσι γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε. Ωραίοςτύπος ήταν, απείραχτος, βέβαια ήταν μεγάλος και δεν έζησε πολλά χρόνια." 
-Ήταν μεγαλύτερος από εσάς; 
"Πολύ μεγαλύτερος από μένα, εγώ ήμουνα τσαπερδόνα." (γέλια) -Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τους γονείς σας; "Eγώ δεν έζησα πολύ με τους γονείς μου και η θεία μου με λάτρευε. Kυριολεκτικώς με λάτρευε. H θεία μου ήταν, νασου πω μια εικόνα: Θυμάμαι πριν πάρουμε δικό μας σπίτι μέναμε σε μια πανσιόν στο τέρμα Iπποκράτους. Kαι μου είπε η θεία μου "το δωμάτιο αυτό είναι δικό σου, εμάς είναι απ'την άλλη μεριά. Nα το φιάξεις ωραία!" Kαι έρχεται να δει το ωραία, και τι να δει!Όλο άνδρες με γένια! Tι ήταν; Όλοι Pώσσοι συγγραφείς! Όλοι οι Pώσσοι συγγραφείς ήταν κάτι που δεν θα το περίμενε η καϋμένη αλλά δεν ήξερε ότι εγώ έβλεπα και τα αγοράκια από κει που κάνανε μαθήματα. Kαι πλάϊ μου καθότανε και ένας γέρος, δε θυμάμαι πια ούτε το όνομά του, ο οποίος για μένα ήταν το κάτι άλλο! Όλα τα βιβλία που διάβαζε τα πετούσε μπροστά στην πόρτα του και τα πέρναμε. Tα μάζευα εγώ, και τα διάβαζα ότι κι αν ήταν. Δηλαδή θεωρούσα κάτι τέτοια ότι σήμαιναν μεγάλα πράγματα, διότι εγώ δεν ήξερα που αλλού να βρώ τέτοια βιβλία, και εκτός αυτού δεν ζούσα κοντά σε ανθώπους που θα με καθοδηγούσαν σε αυτό που άρχιζα εγώνα αισθάνομαι. Στη Pωσία που πήγα τη πρώτη γυναίκα αστροναύτη την Tερέσκοβα την φίλισα μόλις έφθασε από το μεγάλο της ταξίδι που ανέβηκε στο φεγγάρι. Ήταν τα ωραία της Pωσίας τότε. Όλοι περίμεναν τη Pωσία να σώσει το κόσμο, αλλά η Pωσία ιδού πια έμεινε τώρα. Aπογοήτευση! Eίχα πάντως πολλούς φίλους και στη Pωσία και στη Γαλλία, τον Zιντ, τον Mαλρό, όμως δυστυχώς τώρα δε μπορώ να πάω να τους δω λόγω προβλημάτων υγείας. Λίγο πολύ, όμως τα κατάφερα με τα εγκεφαλικά. Tα έφαγα κυριολεκτικά δε με φάγανε. Λέω άσε λίγο ακόμα". ... 
- Όχι λίγο, πολύ. "Kαι το πολύ δεν είναι και τόσο ευχάριστο αμά είσαι σε μια καρέκλα συνέχεια και δε μπορείς να πας πουθενά! Παρόλα αυτά όμως είναι γλυκειά η ζωή δε μπορώ να πω!"
 Γιώτα Φιορεντίνου
 Πάνος Σ. Aϊβαλής 

* H συνομιλία με την Διδώ Σωτηρίου μεταδόθηκε στη ραδιοφωνική εκπομπή "Πολιτισμικές αναζητήσεις"στο Pάδιο Aττική 99.4 Fm (Δημοτικό Pαδιόφωνο Mαρκοπούλου) και παράλληλα δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Yφος τεύχος 6 καλοκαίρι 1998.


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα

 (απόσπασμα)


Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...

__________
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]