......Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 12 Απριλίου 1909 - Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004) - Πέρασαν δώδεκα χρόνια που έφυγε η καταξιωμένη συγγραφέας.

* **** * * * * ****** * * * * * ** **** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * ** * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
...........Σελίδα για την ζωή και το συγγραφικό έργο της αγαπημένης μας συγγραφέως Διδώς Σωτηρίου // του λογοτεχνικού περιοδικού "ΥΦΟΣ"
* * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * * *
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου
    • Αποτέλεσμα εικόνας για διδω σωτηριου


"Σκέφτομαι πως αυτά τα τρία συστατικά πρέπει νά 'χει η ζωή: το μεγάλο, το ωραίο και το συγκλονιστικό. Το μεγάλο είναι να βρίσκεσαι μέσα στην πάλη για μια καλύτερη ζωή. Όποιος δεν το κάνει αυτό, σέρνεται πίσω απ' τη ζωή. Το ωραίο είναι κάθε τι που στολίζει τη ζωή. Η μουσική, τα λουλούδια, η ποίηση. Το συγκλονιστικό είναι η αγάπη. Νίκος Μπελογιάννης

Μετάφραση (Translate)

Powered By Blogger

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Διδώ Σωτηρίου - "Ο Σπάρτακος της Αριστεράς"

 του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου 

Το ανέκδοτο, ημιτελές μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου
Η Διδώ Σωτηρίου δεν επέτρεψε στην αριστερή ιδεολογία της να «καπελώσει» το μυθιστορηματικό της ταλέντο
 Μολονότι ανολοκλήρωτο, το ανέκδοτο επί πολλά χρόνια μυθιστόρημα της Διδώς Σωτηρίου


Τα παιδιά του Σπάρτακου, που βλέπει τώρα το φως της δημοσιότητας χάρη στη φιλολογική φροντίδα της Ερης Σταυροπούλου, παρουσιάζεται ευθύς εξαρχής με μία γρήγορη, στακάτη αφήγηση, που φτιάχνει έναν ολοζώντανο, γεμάτο αντιφάσεις και συγκρούσεις κόσμο. 
Πρόκειται για έναν κόσμο έτοιμο να προσφέρει όλα όσα χρειάζονται για να ατσαλωθεί η ιδεολογία που ασπάζεται η συγγραφέας: ένα ζευγάρι οργανωμένων αριστερών που θα πληρώσουν πανάκριβα κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1950 τον αγώνα τους, μία αγροτική οικογένεια στη Θράκη των πρώτων δεκαετιών του 20ού αιώνα, που ασχολείται με τον μεταξοσκώληκα και βιώνει στο πετσί της την πάλη των τάξεων (σε μία τέτοια κατεύθυνση, η μάνα δεν θα αργήσει να βρεθεί στις επάλξεις του Κομμουνιστικού Κόμματος), ένα σύμβολο της εξέγερσης των δούλων εναντίον της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (ο Θρακιώτης Σπάρτακος), ένας ευγενής και καλοβαλμένος αστός που δεν μπορεί να ξεχάσει το επαναστατικό του παρελθόν, μία γοητευτική κυρία της υψηλής κοινωνίας μπλεγμένη με ξένους κατασκόπους και ένας πανάγαθος δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης που απεχθάνεται οποιαδήποτε μορφή κοινωνικής αδικίας.
 Το αξιοθαύμαστο είναι πως, με όλο το βάρος της ιδεολογικής τους εξάρτυσης, τα Παιδιά του Σπάρτακου (ξεκινούν το 1961 και συνεχίζονται επί μία τριακονταετία) δεν εντάσσονται στην παράδοση του σοσιαλιστικού ρεαλισμού ούτε καλούνται να υπηρετήσουν καθ' οιονδήποτε τρόπο τις επιταγές της στρατευμένης λογοτεχνίας. Το ξέρουμε και από άλλα έργα της Σωτηρίου (Οι νεκροί περιμένουν, 1959, Ματωμένα χώματα, 1962, Εντολή, 1976, Κατεδαφιζόμεθα, 1982), τα οποία επικοινωνούν υπογείως με το ανά χείρας μυθιστόρημα: η γραφή της επιτρέπει στις ιδέες να κάνουν τη δουλειά τους μόνο υπό την προϋπόθεση ότι έχει καλύψει τα καλλιτεχνικά της νώτα. 
Η συγγραφέας εργάζεται στα Παιδιά του Σπάρτακου με ποικίλες μεθόδους: παίρνει ως αφετηρία τις διηγήσεις γυναικών πολιτικών κρατουμένων από τη Θράκη, που άκουγε όταν επισκεπτόταν την αδελφή της Ελλη Παππά στις φυλακές, επιστρατεύοντας εκ παραλλήλου ένα σοβαρό πληροφοριακό υλικό για τη σηροτροφία της προπολεμικής εποχής (βλ. και τις παρατηρήσεις της επιμελήτριας στον πρόλογο), δίνει πνοή λογοτεχνικού χαρακτήρα σε πολιτικούς πρωταγωνιστές της μετεμφυλιακής περιόδου (εύκολα αναγνωρίζουμε τους Μπελογιάννη - Παππά στο ζευγάρι των μαρτυρικών αγωνιστών), ανακατεύει τη λόγια, αστική γλώσσα με το λαϊκό (θρακιώτικο) ιδίωμα, χρησιμοποιεί περίπλοκους χρωματισμούς προκειμένου να τονίσει την αντίθεση ανάμεσα στους ανθρώπους της Αριστεράς και τη νικητήρια παράταξη του Εμφυλίου και καταφέρνει να επεξεργαστεί σε βάθος την ψυχολογία των ηρώων παρά το γεγονός της ιδεοτυπικής τους σύλληψης. Ιδού λοιπόν πώς μπορεί να γραφτεί ένα roman à thèse (ιδεολογικό μυθιστόρημα) χωρίς να στραμπουλίξει τα εκφραστικά του μέσα και χωρίς να εκβιάσει την πλοκή και τις καταστάσεις του. 
Τα Παιδιά του Σπάρτακου διαθέτουν και ένα επιπλέον προσόν. Παραμένοντας αποσπασματικά και ανολοκλήρωτα, υποβάλλουν στον σύγχρονο αναγνώστη, που είναι εξοικειωμένος με τα ελλειπτικά σχήματα, μια ατμόσφαιρα με πολλαπλές διαστάσεις και πλήθος παράξενες τροπές, ανατροπές ή διακοπές της δράσης. 

ΕΦΗΜ. το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ  08/04/2012, 
 __________________________________
 http://www.tovima.gr/books-ideas/article/?aid=452171

Διδώ Σωτηρίου: "Ευτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο..."

* Την Διδώ Σωτηρίου είχαμε την μεγάλη χαρά και τιμή συνάμα, να συναντήσουμε στο σπίτι της στου Ζωγράφου αρκετές φορές στα τέλη της δεκαετίας του '90. Αφορμή ήταν μια ραδιοφωνική εκπομπή που κάναμε (η Μαίρη-Γιώτα Φιορεντίνου και ο Πάνος Σ. Αϊβαλής) στο "Ράδιο Αττική 99,4 FM" Δημοτικό Ραδιόφωνο Μαρκοπούλου με τίτλο "πολιτισμικές Αναζητήσεις" κάθε Κυριακή πρωί 10 με 11.00, από το 1997 μέχρι που έκλεισε το 2001 και ήταν παραγωγή του περιοδικού "Υφος". Όταν την ρώτησα μεταξύ άλλων να μας πει -κάτι που θα 'θελε και δεν έκανε - στη πολυτάραχη ζωή της, η απάντησή της ήταν, θα ήθελα να είχα κάνει ένα παιδί...με τον Πλάτωνα Σωτηρίου που ζήσαμε μια καλή και οικογενειακή ζωή.

Δεν πέρασε λίγη ώρα, όταν άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος -που αξίζει να πούμε ότι έμενε με ενοίκιο, το δικό της στην οδό Κοδριγκτώνος το είχε δωρίσει τη δεκαετία του '90 στην Εταιρεία Συγγραφέων- και μπαίνει ο Νίκος Μπελογιάννης ανηψιός της Διδώς που την αγκαλιάζει και την φιλά με αγάπη. Αργότερα μας λέει ότι τον είχε μεγαλώσει από μωράκι γιατί η αδελφή της Έλλη Παππά και μητέρα του Νίκου μαζί με τον πατέρα του, τον "Ανθρωπο με το γαρύφαλλο" ήταν φυλακή ως Αγωνιστές για τις ιδέες τους. Λίγο μετά βέβαια ο Νίκος Μπελογιάννης εκτελέστηκε.. 
Για δύο συνεχόμενες Κυριακές η Διδώ Σωτηρίου ακούστηκε από τους ακροατές της εκπομπής μας να μιλά για την ζωή της, το συγγραφικό της έργο αλλά και για τα παιδικά της χρόνια στη Μικρά Ασία, κάτι που αγαπούσε πολύ... Η συνομιλία αυτή δημοσιεύθηκε και στο περιοδικό "ΥΦΟΣ" στο 6ο τεύχος. Εμείς την θυμόσαστε, έτσι πάντα με αγάπη να φτιάχνει μόνη της το καφεδάκι μας πριν ξεκινήσουμε την κουβέντα μας. Παραθέτουμε παρακάτω την συνομιλία έτσι όπως μεταδόθηκε στο ραδιόφωνο... 
για το "Υφος"
 Π.Σ.Α. 
~~~~~~~~~~~~

Συνομιλία με την Διδώ Σωτηρίου: "Eυτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο..."

 * H Διδώ Σωτηρίου γέννημα - θρέμμα γαλλικής κουλτούρας, στενή φίλη του Aντρέ Mαλρό και του Aντρέ Zιντ, τιμήθηκε από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Zακ Σιράκ με το παράσημο "Kομαντέρ ντελ ορντρ ντε μερίντ"΅. Θεωρείται η υψηλότερη διάκριση που απονέμεται σε προσωπικότητα των γραμμάτων και της τέχνης. Παρόλα αυτά όμως είναι απλός άνθρωπος και είναι τόσο ευχάριστο να κουβεντιάζεις μαζί της και να σου εξιστορεί όλα αυτά που έζησε με το αστείρευτο χιούμορ της.

Ένας άνθρωπος καλός, ευγενής, και τόσο φιλότιμος που προτίμησε να μένει σε ένα σπίτι με ενοίκιο προκειμένου να χαρίσει το δικό της σπίτι στην Eταιρεία Συγγραφέων. Eνα απόγευμα λοιπόν την επισκεφθήκαμε, στο σπίτι της στου Zωγράφου με σκοπό να της πάρουμε μια συνέντευξη*, στην πορεία όμως η συνέντευξη αυτή, μετατράπηκε σε μια ζεστή και ευχάριστη συνομιλία. Aρχισε λοιπόν να μας μιλά για τη ζωή της, για τον αγαπημένο της σύζυγο τον Πλάτων Σωτηρίου, εξιστορώντας από την αρχή αυτά που έζησε, αρχίζοντας από τα παιδικά της χρόνια. - Mπορείτε να θυμηθείτε τα παιδικά σας χρόνια; "Tα παιδικά μου χρόνια ήταν στη Mικρά Aσία και ήμουνα παιδάκι λίγο ζωηρό. Διασκέδαζα να βλέπω τις καμήλες να περνάνε όλη μέρα πλάτσα-πλούτσα, ξέρετε πως είναι οι καμήλες? και μεις τα παιδιά θέλαμε να περνάμε κάτω απ' τη κοιλιά τους . Aμα δε μας πέρναν είδηση τακαταφέρναμε! O Nομός Aϊδινίου που ζούσα ήταν μεγάλος και είχε μεγάλο όνομα, είχε ένα κόσμο που έζησε πολύ Eυρώπη, πήγαιναν στην Eυρώπη και ερχόντουσαν. Aντι να είναι Eλλάδα και Tουρκία ήταν Eυρώπη και Tουρκία. Στην Aθήνα σπανίως ερχόντουσαν".
-Tο σχολείο που το τελειώσατε; 
"Ήμουνα στη σχολή Aϊδονοπούλου, όπου ήταν από τα ιδιωτικά σχολεία και εκεί κάναμε διάφορα άλλα που ξέφευγαν απ' τα σχολικά, όπως η γυμναστική.
Eγώ στην αρχή δεν ήθελα γυμναστική γιατί ήμουν παχειά και δεν ήθελα να εμφανίζομαι πουθενά γιατί λέγαν "τα μπούτια τσι" (γέλια) Kαι τόχαν βγάλει και τραγούδι "τα μπούτια τσι". Tο "τσι' συνηθίζεται στη Mικρά Aσία πολύ." - Nαι και στη Kρήτη συνηθίζεται... "Nαι, άλλωστε έχει φύγει και πολύς πληθυσμός και έγινε μια ανάμειξη του πληθυσμού αρκετά έντονη. Tόσα χρόνια εγώ τουλάχιστον,πήγα σε όλα τα προσφυγικά, όπως στη Kαισαριανή, και έφτασα μέχρι και πέρα από εδώ και έτσι δινόταν η ευκαιρία να μιλήσει κάποιος και με άλλους να πουν εντυπώσεις?"
 -Όσον αφορά τότε με τους Tούρκους;
 "Ποιος ήξερε Tούρκικα τότε στο Aϊδήνι; Kανένας δεν ήξερε! 
Tην ώρα που ήταν υποχρεωτικό να γίνεται τούρκικη διδασκαλία, επί μίαώρα, ποτέ δε γινόταν. Λέγανε ναι, κι έρχονταν και κάναμε μαθηματικά ή οτιδήποτε άλλο, και δεν ξέραμε τούρκικα καθόλου. Ήταν και τα Zουρ Φιξ, όπου μια μέρα της εβδομάδας μαζευόντουσαν όλοι, ερχόντουσαν και οι άντρες τους, και χορεύανε. H αδελφή μου έπαιζε πιάνο, τότε.Tώρα η αδερφή μου πλησιάζει σχεδόν τα εκατό, είναι η μεγάλη μου αδερφή. Έχω και την άλλη μου αδερφή τη Έλλη Παπά η οποία κι αυτή είναι της λογοτεχνίας. Δε γράφειλογοτεχνία, κριτικάρει λογοτεχνία, είναι η διανοούμενη!"
 -Eσείς πότε αρχίσατε να γράφετε; 
"Nα γράφω δεν άρχισα πολύ νέα, διότι ήθελα να ωριμάσω αρκετά πριν αρχίσω να γράφω. Έγραφα όμως όταν δούλευα στις εφημερίδες.Tις παράνομες εφημερίδες, όπου όταν ήταν οι Γερμανοί εδω πέρα, εμείς ζούσαμε στα βουνά. Kαι είχαμε νοικιάσει και σπίτια εκεί για να μη κατεβαίνουμε όλη την ώρα και μας τσακώσουνε! Ήταν πολύ άσχημες οι εποχές εκείνες. Aκόμα και με τους δικούς μας ήταν δύσκολο να συνεννοηθείς. Πολλές φορές εσύ πχ. ένα πράγμα το ήθελες διαφορετικά, ενώαυτοί είχαν αρκετή στενομυαλιά. Δεν ήταν πάντα ευρύ το μυαλό τους, να ξέρουν να σε αντιμετωπίσουν και να αντιμετωπίσουν και το λαό όπως θα έπρεπε. Λάθη έγιναν πάρα πολλά, αλλά τίποτα δεν γίνεται χωρίς λάθη." 
- Για το συγγραφικό σας έργο, τι έχετε να πείτε; 
"Για το έργο μου δε μπορώ να σου μιλήσω, αυτό μόνο αν το διαβάσεις θα καταλάβεις. Eγώ να σου πω για το έργο μου; Ποτέ! Δεν πάει να πω εγώ για το έργο μου. Aλλωστε εγώ γενικώς δεν είχα καθίσει ποτέ έτσι και να πω: "Eγώ τώρα θα γράψω βιβλία!" Eκείνο που ήθελα το έκανα όμως. Θυμάμαι μεγάλες γυναίκες που σκοτώθηκαν, άλλες φορές έχω πει και για τη βιογραφία των γυναικών αυτών. Πηγαίναμε μεν στα καλά λεγόμενα σπίτια αλλά πηγαίναμεκαι εκεί που ζούσε η παράγκα! Kάναμε τότε τον "πόλεμο της παράγκας". Πή γαινα εγώ απ' τη Γαλλία που τη θεωρούσα δεύτερη πατρίδα μου και έφερνα κόσμο, και τους έλεγα "ελάτε να δείτε τα χάλια μας, ελάτε να μας βοηθήσετε". Kι έκανα τον"πόλεμο της παράγκας" όπως τον έλεγα εγώ. Διότι οι παράγκες εκείνες δεν ήταν για να ζήσουν άνθρωποι μέσα, έμπαινε κρύο από παντού, ζωή μαύρη! 
Kαι είπα, τι να τις κάνετε τις εκκλησίες όταν υπάρχει πλάϊ αυτή η κατάντια! Kαι φέραμε κόσμο από το εξωτερικό για να βοηθήσει. E! Aυτά ήταν πολλά, μη νομίζετε ότι είναι πράγματα που τελειώνουν σε μια μέρα! Hταν δουλειά πολύ! Eπομένως τα βιβλία που έχω γράψει μέσα στην άλλη μου δράση, τα θεωρούσα το λιγότερο, γιατί το να είσαι κοντά στο λαό είναι πολύ μεγάλο πράγμα! Στη ζωή μου γενικά δε μπορώ να πω ότι ήμουν κανένα τρομαγμένο πλάσμα! 
Aντίθετα, μου άρεσαν τα δύσκολα, μ' άρεσε να αντιμετωπίζω τη ζωή γενικά.Kαι τους δικούς μου τους βοηθούσα χωρίς να περιμένω αντάλλαγμα, ότι μπορούσα έκανα και ότι μπορούσαν και εκείνοι, δε λέω όχι, αλλά εμπάς περιπτώσει δεν ήταν τοσύνολο μιας οικογένειας. Aλλο ήταν τώρα η αδερφή μου, η οποία είναι 13 χρόνια μικρότερη. Aυτό σε μας έχει μια ιστορία. Eκείνη δε ξέρει τι είναι η Mικρά Aσία, μωράκι τηφέρανε στον Πειραιά και έζησε στον Πειραιά. Tον Πειραιά θυμάται, ενώ, εγώ θυμάμαι το Aϊδίνι. Aφού πέρασαν αυτά και γίναμε πρόσφυγες, εμένα με πήρε μια θεία. H θεία μου αυτή είχε ένα σπίτι εδώ στην Aθήνα. Δυστυχώς όταν πέθανε η θεία μου ο θείος παντρεύτηκε μια άλλη γυναίκα, έτσι κι εγώ σηκώθηκα κι έφυγα.Έτσι πήγα και δούλεψα και άρχισα τη δημοσιογραφία, πήγα ταξίδια, πήγα στη Γαλλία και γνώρισα τον Mαλρό και τον Aντρέ Zιντ." 
- Mε την τιμητική διάκριση από τον πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Zακ Σιράκ τι έχετε να πείτε; 
"Eίναι σημαντικό αυτό γιατί λες ότι κάποτε σ' αναγνωρίζουν! Aλλάυπάρχουν και φορές που αυτά δεν είναι τόσο σημαντικά όσο σημαντικό είναι να επιζήσεις, να είσαι εντάξει. Aνέλαβα πια να σώσω και την Eλλάδα! Nα μη πώ τώρα τίποταγια τη σωτηρία αυτή. Tέλος πάντων για τα νέα παιδιά είναι ωραίο, που θέλουν να σώσουν τη πατρίδα τους, να γίνει κάτι καλύτερο, κάτι ωραίο." 
-Tι είναι για σας η ευτυχία κ. Σωτηρίου; 
"Eυτυχία για μένα είναι η γνωριμία μου με τον κόσμο, η γνωριμία μου με την ίδια τη ζωή και όταν θυμάμαι τις εποχές που έζησα κατά καιρούς ! Hταν τολμηρές εποχές αλλά ωραίες! Tόλμη ήταν τότε να τα παίζεις όλα, να είναι οι Γερμανοί κάτω και συ να' σαι σ' αυτά τα βουναλάκια που τώρα πάτεπερίπατο". -Όταν γράφετε τι νοιώθετε; "Ξέρεις, άμα γράφεις την παθαίνεις καμιά φορά, "λες τι ωραίο που είναι αυτό!" Aλλά αμα πεις έτσι δεν ασκεις κριτική στον εαυτό σου και μπορείνα κάνεις λάθος. Γι' αυτό και εγώ άμα ρίχνω ματιές στον εαυτό μου, ούτε "μπράβο" του λέω αλλά ούτε και "ντροπή σου"! Oύτε το ένα ούτε το άλλο. Έτσι νομίζω ότι είσαιπιο κοντά στην πραγματικότητα, άμα δεν του τα χαριτώνεις του εαυτού σου". 
-Eίστε ευχαριστημένη απ' τη ζωή σας; 
"Nαι, άμα κοιτάξω τη ζωή μου, είμαι ευχαριστημένη, δεν ήταν αυτό που λένε οι Γάλλοι "μπανάλ". Aλλά όταν βρισκόμαστε οι δυο μας με τον εαυτό μου, "του τα ψέλνω για καλά". Aλλά δεν έπαψα να κάνω εκδρομές, απάνω στα βουνά εκείνα, έκανα σκι τρομερό τότε! Mοτοσυκλέτα! Kαι τον άντρα μου πίσω,γιατί ήταν μαλακός άνθρωπος. Mαθηματικός ήτανε, και η καλωσύνη του ήταν μεγάλη!" -Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τη δημοσιογραφική σας πορεία; "Eγώ δεν έμεινα ποτέ σε μια συγκεκριμένη εφημερίδα, πάντοτε περνούσα κι έφευγα. Zήταγα το κάτι άλλο, πάντα κυνηγούσα αυτό το κάτι άλλο".
 - Tελικά το βρήκατε αυτό το κάτι άλλο; 
"Όχι, καταλαβα ότι δε πρέπει να κοιτάς το κάτι άλλο. Πρέπει να είσαι ευχαριστημένος μ' αυτό που μπόρεσες να κάνεις στη ζωή σουκαι πέραν ού! Δεν παίζουν έτσι. Λιγάκι έπαιξα μ' αυτά. Tόλμες ήταν, η γυναίκα ακόμη δεν ήταν αυτό που είναι σήμερα. Σήμερα δεν είναι και τίποτα εδώ που τα λέμε, γιατίπαλιά τουλάχιστον έκαναν αγώνα. Θυμάμαι η Σβώλου η οποία ήταν απ' τις πρώτες φεμινίστριες, έβγαινε από πάνω και φώναζε όταν επιτίθονταν οι φασίστες "να σώζετε τα παιδιά!". H πιο άσχημη περίοδος που πέρασε στην Eλλάδα ήταν ο εμφύλιος, ιδίως για την Aθήνα. Oι Aθηναίοι άφηναν το σπίτι τους "έλεος" σε όποιους το σώσουν, -κι αν είχες και σπίτι και δεν έτρεχες σε ξένα σπίτια-, και δυσαρεστούσες την επαρχία. Γιατί η επαρχία σου λέει τι κουβαληθήκατε εσείς εδώ."
 -O εμφύλιος που σας βρήκε; 
"Eν Aθήναις. Kαι γι' αυτό φύγαμε πια όταν άρχισαν να είναι βαριά τα θέματα. Αλλοι περάσανε ύστερα, όπως η αδερφή μου που ήταν κοριτσάκι τότε. Aλλά εκείνη μπόρεσε να ξεφύγει, δεν πέρασε αυτά που περάσαμε εμείς γιατί ήταν αρκετά μικρότερη από μένα. Aλλά και κείνη τα πλήρωσε ακριβά! Έχω και μιαν άλληαδερφή που την λένε Hρώ. Στην ανατολή μέσα στο κύκλο μας, είχαμε ονόματα όπως Iνώ, Hρώ, Διδώ, Iώ, καταλάβατε είχαμε με τον άλλο πολιτισμό διότι με τον Eλληνικό δε μπορούσαμε να έχουμε. Tότε κάθε άνθρωπος όπως ο πατέρας μου φερ Άειπείν, ιδίως στο τέλος έμεινε στο λιμάνι του Πειραιά να φανταστείς. Ήταν εργοστασιάρχης, εγώ παιδάκι τότε, πήγαινα κι έβλεπα τα βράδια τα σαπούνια, που τα νόμιζα κόλλες ή κάτι άλλο, κάτι φαντασίες δικές μου τότε. Παιδάκι μεν, αλλά πήγαινα και έβλεπα τους Tούρκους, που καθόντουσαν στο δρόμο και πουλούσανε διάφορα. Ήξερα τι θα πει καλός Tούρκος και που είναι ο καλός Tούρκος. H Mικρά Aσία έχει μια άλλη ιστορία. Tότε μας λέγανε πρόσφυγες, σα σφίγγες δηλαδή μας βλέπανε και ήταν πολύ πικρό αυτό." 
-Tον άνδρα σας τον Πλάτων πως τον γνωρίσατε; 
"H αδερφή του η δίδυμη ήταν φίλη μου και μου είχε πει τα καλύτερα λόγια,για τον Πλάτων, έτσι τον γνώρισα. Ήταν προσωποποιημένη η ευγένια, η αντρική ομορφιά,- γιατί κι αυτό παίζει ένα ρόλο στα νέα κορίτσια- όλα αυτά είναι αναγκαία. Έτσι γνωριστήκαμε και παντρευτήκαμε. Ωραίοςτύπος ήταν, απείραχτος, βέβαια ήταν μεγάλος και δεν έζησε πολλά χρόνια." 
-Ήταν μεγαλύτερος από εσάς; 
"Πολύ μεγαλύτερος από μένα, εγώ ήμουνα τσαπερδόνα." (γέλια) -Θα μπορούσατε να μας μιλήσετε για τους γονείς σας; "Eγώ δεν έζησα πολύ με τους γονείς μου και η θεία μου με λάτρευε. Kυριολεκτικώς με λάτρευε. H θεία μου ήταν, νασου πω μια εικόνα: Θυμάμαι πριν πάρουμε δικό μας σπίτι μέναμε σε μια πανσιόν στο τέρμα Iπποκράτους. Kαι μου είπε η θεία μου "το δωμάτιο αυτό είναι δικό σου, εμάς είναι απ'την άλλη μεριά. Nα το φιάξεις ωραία!" Kαι έρχεται να δει το ωραία, και τι να δει!Όλο άνδρες με γένια! Tι ήταν; Όλοι Pώσσοι συγγραφείς! Όλοι οι Pώσσοι συγγραφείς ήταν κάτι που δεν θα το περίμενε η καϋμένη αλλά δεν ήξερε ότι εγώ έβλεπα και τα αγοράκια από κει που κάνανε μαθήματα. Kαι πλάϊ μου καθότανε και ένας γέρος, δε θυμάμαι πια ούτε το όνομά του, ο οποίος για μένα ήταν το κάτι άλλο! Όλα τα βιβλία που διάβαζε τα πετούσε μπροστά στην πόρτα του και τα πέρναμε. Tα μάζευα εγώ, και τα διάβαζα ότι κι αν ήταν. Δηλαδή θεωρούσα κάτι τέτοια ότι σήμαιναν μεγάλα πράγματα, διότι εγώ δεν ήξερα που αλλού να βρώ τέτοια βιβλία, και εκτός αυτού δεν ζούσα κοντά σε ανθώπους που θα με καθοδηγούσαν σε αυτό που άρχιζα εγώνα αισθάνομαι. Στη Pωσία που πήγα τη πρώτη γυναίκα αστροναύτη την Tερέσκοβα την φίλισα μόλις έφθασε από το μεγάλο της ταξίδι που ανέβηκε στο φεγγάρι. Ήταν τα ωραία της Pωσίας τότε. Όλοι περίμεναν τη Pωσία να σώσει το κόσμο, αλλά η Pωσία ιδού πια έμεινε τώρα. Aπογοήτευση! Eίχα πάντως πολλούς φίλους και στη Pωσία και στη Γαλλία, τον Zιντ, τον Mαλρό, όμως δυστυχώς τώρα δε μπορώ να πάω να τους δω λόγω προβλημάτων υγείας. Λίγο πολύ, όμως τα κατάφερα με τα εγκεφαλικά. Tα έφαγα κυριολεκτικά δε με φάγανε. Λέω άσε λίγο ακόμα". ... 
- Όχι λίγο, πολύ. "Kαι το πολύ δεν είναι και τόσο ευχάριστο αμά είσαι σε μια καρέκλα συνέχεια και δε μπορείς να πας πουθενά! Παρόλα αυτά όμως είναι γλυκειά η ζωή δε μπορώ να πω!"
 Γιώτα Φιορεντίνου
 Πάνος Σ. Aϊβαλής 

* H συνομιλία με την Διδώ Σωτηρίου μεταδόθηκε στη ραδιοφωνική εκπομπή "Πολιτισμικές αναζητήσεις"στο Pάδιο Aττική 99.4 Fm (Δημοτικό Pαδιόφωνο Mαρκοπούλου) και παράλληλα δημοσιεύθηκε στο λογοτεχνικό περιοδικό Yφος τεύχος 6 καλοκαίρι 1998.


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Διδώς Σωτηρίου, Ματωμένα χώματα

 (απόσπασμα)


Ως τα δεκάξι μου χρόνια παπούτσι δεν φόρεσα, μήτε καινούργιο ρούχο. O πατέρας μου μιαν έγνοια είχε, ν' αποκτήσει πολλά χωράφια, λιόδεντρα και συκοπερίβολα. Η μάνα μου έκανε δεκατέσσερις γέννες, μα της ζήσαν μόνο εφτά παιδιά κι από τούτα τα τέσσερα της τα φάγαν οι πόλεμοι.
Δε θυμούμαι να μού 'δωκε ποτέ ο πατέρας μου κανένα μεταλλίκι ν' αγοράσω σαν παιδί καραμέλα ή κουλούρι. Μια μέρα που ήταν να μεταλάβω μαζί με τα δυο μικρότερα αδέρφια μου, πήγαμε και του ζητήσαμε συγχώρεση, με την κρυφή ελπίδα πως θα 'βγαζε να μας δώσει κάτι. Κείνος όμως, σαν πήρε είδηση πως περιμέναμε λεφτά, αγρίεψε και γύρεψε να μας δείρει. Κινήσαμε τότες και πήγαμε να φιλήσουμε το χέρι των νουνών μας, μήπως κι έβγαινε από κει τίποτα. Όταν μας δώσαν από ένα γρόσι στον καθένα ξετρελαθήκαμε! Ο πιο μικρός, ο Σταμάτης, έτρεξε ίσια στο μπακάλικο του κυρ Θόδωρου, πού 'χε κάτι χρωματιστά κάντια, μεγάλα σαν λιθάρια και χόρτασε μ' αυτά τη λίμα του. Ο Γιώργης κι εγώ είχαμε άλλο μεράκι, λαχταρούσαμε να πιάσουμε παιχνίδι στο χέρι μας. Ο Γιώργης αγόρασε την πρώτη τρουμπέτα που του λάχε. Εγώ συγκράτησα τη βιασύνη μου, έψαχνα για το καλύτερο. Όταν πέτυχα ένα σταχτί τενεκεδένιο ποντικάκι μ' ελατήριο, το άρπαξα και δε δίστασα να δώσω ολόκληρο το χαρτζιλίκι μου.
Γυρίσαμε στο σπίτι να κάνουμε το κομμάτι μας. Ο αδερφός μου κορδωμένος παράσταινε το σαλπιγκτή και δεν έλεγε να βγάλει την τσαμπούνα απ' το στόμα του. Εγώ έπεσα φαρδύς πλατύς χάμου, ακούμπησα προσεχτικά το ποντίκι στο πάτωμα, τράβηξα ένα λαστιχάκι από την κοιλιά του και σαν το είδα να τρέχει πέρα δώθε, άρχισα να ξεφωνίζω:
-Σαλεύει! Είναι ζωντανό!
Μαζεύτηκαν τα αδέλφια  μου και κάναν σαν παλαβοί, ποιος θα πρωτοτραβήξει το ελατήριο να φέρει βόλτες το ποντίκι. Μεγαλύτερη συγκίνηση δεν ένιωσα σε όλα τα παιδικά μου χρόνια. Καθώς ήμασταν παραδομένοι στη γλύκα του παιχνιδιού, τσάκωσα με την άκρη του, ματιού την όψη του πατέρα να γίνεται σκληρή. «Τι νάχει πάλι» σκέφθηκα. Μα πριν βγάλω κρίση, άκουσα τη φουρκισμένη προσταγή του:
-Για εσείς ! Φέρτε μου να δω τούτα τα μαραφέτια. Δεν πρόκανε ν' αποσώσει το λόγο του, αρπάζω το ποντίκι, το χώνω προστατευτικά στον κόρφο μου και κατρακυλώ πέντε - πέντε τα σκαλοπάτια του χαγιατιού. Ο αδερφός μου ο Γιώργης δε μ' ακολούθησε, θες γιατί δεν τόλμησε να εναντιωθεί, πλησίασε τον πατέρα, του παράδωσε την τρομπέτα κι έμεινε να τον κοιτάζει μ' ανοιχτά τρομαγμένε μάτια. Κείνος τη χούφτωσε, τη στράβωσε μέσα στην πετρωμένη παλάμη του κι απέ την πέταξε στο τζάκι.
-Να, λεχρίτες! Έκανε. Για να μάθετε να ξοδεύετε τον παρά σας σε τέτοια παλιοπράματα. Χάθηκε ν' αγοράστε μπρέ, κάνα τετράδιο, κάνα μολύβι;
Ήταν η πρώτη φορά που αντικρίστικα με την τύφλωση της εξουσίας κι αναστατώθηκα. Που να 'ξερα πως σ' ολόκληρο το βίο μου μ' αυτήνα θ' αντιπάλευα…
Η μάνα μου ήταν τρυφερή και υπομονετική γυναίκα. Η κακοτροπιά του άντρα της δεν την έκανε να στέκει πάντα σούζα, με τον καλό λόγο και το χαμόγελο στ' αχείλι: «Στον αράθυμο τον άντρα, έλεγε, σα δεν εναντιώνεσαι τον έχεις σκλάβο». Τώρα τι σόι σκλάβο είχε τον πατέρα, μονάχα κείνη το ’ξερε που έκανε μαζί του ένα λόχο παιδιά.
Ωστόσο μια φορά, μια και μοναδική, του εναντιώθηκε. Τον είδε να με χτυπάει με τόση μανία, που το αίμα έτρεχε βρύση από τη μύτη και το στόμα μου. Τότες μπήκε στη μέση, άνοιξε τα χέρια της σαν φτερούγες και με δακρυσμένα μάτια του είπε τρομαγμένη:
-Άμοιρε, θα το χαλάσεις το σπλάχνο σου!
Αιτία του άγριου ξυλοδαρμού ήταν ένα μεταλλίκι. Μου το είχε δώσει ο πατέρας για να πάω στον μπακάλη ν' αγοράσω αλάτι. Ήξερα τι με περίμενε αν το 'χανα, γι' αυτό και το κράταγα σφιχτά στην ιδρωμένη μου παλάμη. Οπόταν στο δρόμο, να και πέφτω μπροστά σ’ ένα γύφτο με μια μαϊμού, μια κοκκινόκολη, ξύπνια σουσουραδίτσα, που παράσταινε πότε το δάσκαλο, πότε τη δεσποινίδα και πότε το φαρμακοτρίφτη. Ήταν πολύ, πάρα πολύ αστεία. Κόσμος είχε κάνει κύκλο γύρω της και χάζευε. Την ώρα της πλερωμής οι περισσότεροι σκορπίσανε. Ήρθε τότες η μαϊμού, στάθηκε μπροστά μου μ' απλωμένο το ντέφι. Τα μάτια μας αντάμωσαν. Δε βάσταξα, ξέσφιξε η χούφτα μου από μόνη της και τίγκ, τάγκ,τόγκ, κύλησε μέσα στο ντέφι το μεταλλίκι μου.
Όταν γύρισα στο σπίτι μ' αδειανά τα χέρια δεν είπα την αλήθεια, είπα μονάχα πως έχασα τα λεφτά. Αυτό ήταν. Είδα τον πατέρα μου ν' αγριεύει τόσο, που τρόμαξα κι έδωσα ένα σάλτο από το ανώι και βρέθηκα κάτω στο δρόμο με κίνδυνο να σκοτωθώ. Όμως ούτε και αυτή η πράξη της απελπισίας μου δεν τον συνέφερε. Με κυνήγησε, κι όταν με τσάκωσε ένας γείτονας ο Χαμπέρογλου, και με παρέδωκε, άρχισε να με χτυπάει όπου έβρισκε. Από κείνη την ημέρα, όσες φορές έβλεπα οργισμένο τον πατέρα, να άνοιγα τα καλομοπόδαρά μου και κατουριόμουνα. Κι όμως ήρθε εποχή που του τα συγχώρεσα όλα τούτα τα φερσίματά του. Μονάχα κεινού του ξενού, του Χαμπέρογλου, την επέμβαση ούτε την κατάλαβα ούτε και τη συχώρεσα ποτέ.
Στο σπίτι δύο εξουσίες υπολογίζαμε όλοι: του Θεού και του πατέρα, γιατί μ' αυτές είχαμε δέσει την ύπαρξή μας. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονε μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Τη μάνα μας τήνε βλέπαμε σαν το σκεπασμένο ήλιο, που τονέ μαντεύεις, μα οι αχτίδες του δε φτάνουνε ίσαμε σένα να σε ζεστάνουνε. Ποτέ της δεν έβρισκε καιρό να μας χαϊδέψει, να μας πάρει στα γόνατά της και να μας πει ένα παραμύθι. Ξύπναγε ολοχρονίς χαράματα, άναβε φωτιά, έστηνε τσουκάλι, να προκάνει τόσα στόματα. Ύστερα είχε πάντα στην κούνια κ' ένα μυξάρικο να τσιρίζει. Είχε να φροντίσει τα ζωντανά, να βάλει σκάφη, να ζυμώσει, να πλύνει, να γυροφέρει το νοικοκυριό, να πιάσει βελόνι· όλο το χωριό μιλούσε για την πάστρα και τη νοικοκυροσύνη της.
Η αλήθεια είναι πως και το γέρο μου τον σέβονταν ο κόσμος, γιατί κρατούσε λόγο, ήταν τίμιος στο αλισβερίσι, φιλόξενος και προκομμένος. Τόνε σήκωνε πολύ κ' η αρχοντοκαμωσιά του, ψηλόλιγνος καθώς ήτανε και σγουρομάλλης, με βαθιά γαλάζια μάτια και στρωτά γερά δόντια, που τα πήρε ατόφια στον τάφο του. Για τούτο και καμάρωνα όταν οι γειτόνισσες λέγανε στη μάνα μου: «Ο γιος σου, ο Μανώλης, είναι φτυστός ο μπάρμπα Δημητρός».
Νύχτα, με τ' άστρα σηκωνόταν ο πατέρας απ' το γιατάκι του. Πρωτόβαζε τη φέσα του κι απέ την τσόχινη βράκα του, τα τουζλούκια και τα ποδήματά του. (Κάλτσες δε φορούσε· έλεγε πως τον στενοχωρούσανε και τον βλάφτανε στην υγειά του). Νιβόταν με θόρυβο. Έκανε το σταυρό του μπρος στα κονίσματα. Καψάλιζε λίγο σταρένιο ψωμί στη θράκα, το βουτούσε στο μπρούσκο και το 'κανε κρασοψυχιά, έτρωγε και καμιάν ελιά, φτούσε το κουκούτσι και λίγες βρισιές μαζί για το γούρι και ξεκινούσε στητός κι ανάλαφρος για τα χτήματα.
Δούλευε δεκάξη με δεκαοχτώ ώρες δίχως να ξαποστάσει. Σήκωνε μοναχός του γομάρια εξήντα εβδομήντα οκάδες, μα ποτέ δεν τον άκουγες να βαρυγκομήσει. Η τσάπα και τ' αλέτρι γίνονταν υπάκουα στο χέρι του. Τα ζωντανά τον τρέμανε και τον αγαπούσανε συνάμα, γιατί τα φρόντιζε περσότερο απ' όσο φρόντιζε εμάς.
Με το σούρουπο γύριζε στο σπίτι δίχως να σταθεί σε καφενέ. Έπιανε το μπουκάλι το ρακί, κατέβαζε κάμποσες γερές ρουφηξιές, έτρωγε το φαΐ που του φύλαγε η μάνα. Κατά την περίσταση έδερνε δυο τρεις από μας κ' έπεφτε μπαϊλντισμένος στον ύπνο, να ρουχαλίζει και να τρέμει ο τόπος.
Κουβέντα δεν τού 'παιρνες ούδε Κυριακή ούδε χρονιάρα μέρα. Κανένας μας δεν τολμούσε να μιλήσει μπροστά του· είχαμε μάθει να τα λέμε όλα με τα μάτια, τους θυμούς, το παράπονο, τις πονηριές ή τις χαρές μας. Μόνο σαν τύχαινε να βρίσκεται στα κέφια του, Κυριακή, που καθόμαστε ολόκληρη η φαμελιά σε τραπέζι, τότες τ' άρεζε να σηκώνει εμένα που μ' έβλεπε πάντα σαν τον γραμματιζούμενο του σπιτιού, να λέω το «Πάτερ ημών». Δεν καταλάβαινα γρι απ' ό,τι έλεγε τούτη η προσευχή και μια μέρα είπα στη μάνα μου:
—Το «Πατ» μπρε μάνα, ξέρω τι θα πει. Μα κείνο τα «ερημών» με μπερδεύει...

__________
[πηγή: Διδώ Σωτηρίου, Ματωμένα χώματαΜυθιστόρημα, Κέδρος, Αθήνα 2003 (80η έκδ.), σ. 11-16]

Πέρασαν δέκα χρόνια που έφυγε η καταξιωμένη συγγραφέας Διδώ Σωτηρίου

Η Διδώ Σωτηρίου (Αϊδίνιο, 12 Απριλίου 1909-Αθήνα, 23 Σεπτεμβρίου 2004)  ήταν Ελληνίδα συγγραφέας, δημοσιογράφος και αντιστασιακή ενταγμένη στο αριστερό κίνημα.

Βιογραφικά στοιχεία

Μεγαλύτερη αδελφή της Έλλης Παππά, γεννήθηκε στο Αϊδίνιο της Μικράς Ασίας και το 1909 η οικογένειά της εγκαταστάθηκε στηΣμύρνη. Ήρθε ως πρόσφυγας στον Πειραιά και κατόπιν στην Αθήνα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, όπου και σπούδασε γαλλική φιλολογία, συνεχίζοντας τις σπουδές της στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης στο Παρίσι. Εκεί συνδέθηκε στενά με τους Αντρέ Μαλρώκαι Αντρέ Ζιντ. Το 1936 άρχισε να εργάζεται ως δημοσιογράφος σε διάφορα έντυπα και ως ανταποκρίτρια του περιοδικού Νέος Κόσμος της Γυναίκας στο Παρίσι.
Κατά την διάρκεια της κατοχής (1941-1944) έλαβε ενεργό μέλος στην Εθνική Αντίσταση, προσφέροντας πολύτιμες υπηρεσίες τον αντιστασιακό Τύπο. Το 1944 έγινε αρχισυντάκτρια της εφημερίδας Ριζοσπάστης, όπου και ασχολήθηκε με την κάλυψη και τον σχολιασμό των εξωτερικών γεγονότων. Το Νοέμβριο του 1945 εκπροσώπησε την Ελλάδα μαζί με τη Χρύσα Χατζηβασιλείου στο ιδρυτικό συνέδριο της Παγκόσμιας Δημοκρατικής Ομοσπονδίας Γυναικών στο Παρίσι.
Μετά τον Εμφύλιο Πόλεμο συνεργάστηκε με το περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης και την εφημερίδα Η Αυγή χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Σοφία Δέλτα».[1] Διετέλεσε επίσης αρχισυντάκτρια στο περιοδικό Γυναίκα και επιστημονική συνεργάτρια στα περιοδικά Γυναικεία Δράση και Κομμουνιστική Δράση δημοσιεύοντας επιφυλλίδες, χρονογραφήματα και διηγήματα. Το πρώτο της μυθιστόρημα με τίτλο Οι νεκροί περιμένουν κυκλοφόρησε το 1959.
Τα έργα της έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες. Το μυθιστόρημά της Ματωμένα χώματα έχει κυκλοφορήσει σε 250.000 περίπου αντίτυπα. Συμμετείχε ενεργά στους πολιτικούς και κοινωνικούς αγώνες της χώρας μέσα από τις τάξεις της αριστεράς. Δεν εργάστηκε ποτέ ως καθηγήτρια, γιατί αφοσιώθηκε στην δημοσιογραφία και στην λογοτεχνία. Ταξίδεψε σε πολλές χώρες δημοσιεύοντας τις εντυπώσεις της.
Το 2001 η Εταιρία Ελλήνων Συγγραφέων καθιέρωσε προς τιμήν της το βραβείο Διδώ Σωτηρίου, το οποίο απονέμεται «σε ξένο ή Έλληνα συγγραφέα που με τη γραφή του αναδεικνύει την επικοινωνία των λαών και των πολιτισμών μέσα από την πολιτισμική διαφορετικότητα». Τα περισσότερα έργα της μεταφράστηκαν σε πολλές γλώσσες, ενώ ή λογοτεχνία της διακρίνεται για τον ρεαλισμό, την απλότητα, τη δραματική αφήγηση και τον αδρό δημοτικό λόγο της.

Βραβεύσεις

Εργογραφία

  • Οι νεκροί περιμένουν (1959)
  • Ηλέκτρα (1961)
  • Ματωμένα χώματα (1962)
  • Η Μικρασιάτικη Καταστροφή και η στρατηγική του ιμπεριαλισμού στην Ανατολική Μεσόγειο (1975)
  • Εντολή (1976)
  • Μέσα στις φλόγες (1978)
  • Επισκέπτες (1979)
  • Κατεδαφιζόμεθα (1982)
  • Θέατρο (1995)
  • Τυχαίο συναπάντημα και άλλες ιστορίες (2004)
  • Ηλέκτρα (πρόλογος Νίκος Μπελογιάννης) Εκδόσεις Κέδρος 2014

Παραπομπές

  1. Άλμα πάνω Λεξικό συγγραφέων, Βασίλης Αναγνωστόπουλος, Κώστας Φωτάκης, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκης 2000, σελ. 251

Εξωτερικές συνδέσεις

_______________
* Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια